-
1 εκπιέσματος
-
2 ἐκπιέσματος
См. также в других словарях:
ἐκπιέσματος — ἐκπίεσμα that which is squeezed out neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εκπιέσματος
2 ἐκπιέσματος
ἐκπιέσματος — ἐκπίεσμα that which is squeezed out neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)