Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐμπίεσμα

См. также в других словарях:

  • ἐμπίεσμα — depressed cranial fracture neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπίεσμα — το (AM ἐμπίεσμα) 1. αυτό που έχει προκληθεί από πίεση προς τα μέσα 2. κάταγμα πλατέος οστού με υποχώρηση τού σπασμένου τμήματος προς τα μέσα νεοελλ. θλάση ή εκδορά στην εσωτερική επιφάνεια τών πίσω ποδιών τού ίππου …   Dictionary of Greek

  • ἐμπιέσμασιν — ἐμπίεσμα depressed cranial fracture neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπιέσματος — ἐμπίεσμα depressed cranial fracture neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»