-
1 εμπίεσμα
-
2 ἐμπίεσμα
-
3 ἐμπίεσμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπίεσμα
-
4 ἐμπίεσμα
ἐμ-πίεσμα, τό, das Eingedrückte, bes. Hirnschalenbruch -
5 εμπιέσμασιν
-
6 ἐμπιέσμασιν
-
7 εμπιέσματος
-
8 ἐμπιέσματος
-
9 ἐκπίεσμα
A that which is squeezed out, juice, Dsc.1.52, Archig. ap. Gal.12.551.II false form for ἐμπίεσμα (q.v.), Gal.19.432, 14.782.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπίεσμα
См. также в других словарях:
ἐμπίεσμα — depressed cranial fracture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπίεσμα — το (AM ἐμπίεσμα) 1. αυτό που έχει προκληθεί από πίεση προς τα μέσα 2. κάταγμα πλατέος οστού με υποχώρηση τού σπασμένου τμήματος προς τα μέσα νεοελλ. θλάση ή εκδορά στην εσωτερική επιφάνεια τών πίσω ποδιών τού ίππου … Dictionary of Greek
ἐμπιέσμασιν — ἐμπίεσμα depressed cranial fracture neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπιέσματος — ἐμπίεσμα depressed cranial fracture neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)