Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐκπλήττω

  • 1 εκπλήττω

    ἐκπλήσσω
    strike out of: pres subj act 1st sg (attic)
    ἐκπλήσσω
    strike out of: pres ind act 1st sg (attic)
    ἐκπλήσσω
    strike out of: pres subj act 1st sg (attic)
    ἐκπλήσσω
    strike out of: pres ind act 1st sg (attic)

    Morphologia Graeca > εκπλήττω

  • 2 ἐκπλήττω

    ἐκπλήσσω
    strike out of: pres subj act 1st sg (attic)
    ἐκπλήσσω
    strike out of: pres ind act 1st sg (attic)
    ἐκπλήσσω
    strike out of: pres subj act 1st sg (attic)
    ἐκπλήσσω
    strike out of: pres ind act 1st sg (attic)

    Morphologia Graeca > ἐκπλήττω

  • 3 εκπλήττω

    [экплитто] ρ удивлять, поражать.

    Эллино-русский словарь > εκπλήττω

  • 4 εκπλησσω

        атт. ἐκπλήττω (fut. ἐκπλήξω, aor. ἐξέπληξα; pass. fut. ἐκπλαγήσομαι, aor. 2 ἐξεπλήγην и ἐξεπλάγην, aor. 1 ἐξεπλήχθην, pf. ἐκπέπληγμαι)
        1) выбивать
        

    κεραυνὸς ἐξέπληξε αὐτὸν τῶν ὑψηγόρων κομπασμάτων Aesch.удар молнии прекратил его надменную похвальбу

        2) отгонять, прогонять, тж. подавлять, заглушать
        

    (τὰν θεμερῶπιν αἰδῶ Aesch. - in tmesi; τὸ λυπηρόν Thuc.)

        3) сталкивать, сбивать
        

    (τινὰ ὁδοῦ Eur.)

        4) силой заставлять, принуждать
        5) поражать, приводить в смущение, смятение или в изумление, ошеломлять
        

    (τινὰ κάλλει Aeschin.)

        ὅ μ΄ ἐκπλέσσει λόγου (v. l. λέγειν) Eur. — мне трудно говорить об этом;
        преимущ. pass. — поражаться, смущаться:
        ἐκπεπληγμένος φόβῳ Soph.охваченный страхом или обезумевший от страха;
        ἐκπλαγῆναι φρένας Aesch. или ἐκπληχθῆναι ψυχήν Eur. — обезуметь, быть вне себя;
        ἐκπεπλῆχθαι ἐπὴ τῷ κάλλει τινός Xen.быть пораженным чьей-л. красотой;
        ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος Her. — потрясенный этим несчастьем;
        ἐκπλαγεὴς τὰ προκείμενα ἀγαθά Her. — изумленный находящимися перед его глазами богатствами;
        διὰ τὸ τοιοῦτον ἐκπλαγέντες Thuc. — приведенные этим в замешательство;
        ἐκπεπληγμένος τῷ ἀπροσδοκήτῳ Plut. — опешивший от неожиданности;
        ἐκπεπληγμένος κέντροις ἔρωτος Eur. — сраженный стрелами любви;
        ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἐκπληττόμενος Plat.упивающийся наслаждениями

    Древнегреческо-русский словарь > εκπλησσω

  • 5 поражать

    поражать
    несов
    1. (наносить удар) κτυπώ, πλήττω:
    \поражать насмерть κτυπώ θανάσιμά
    2. (удивлять) κάνω κατάπληξη, προξενώ Εκπληξιν, καταπλήττω, ἐκπλήσσω, ἐκπλήττω:
    я был поражен... ἔμεινα κατάπληκτος...·
    3. (о болезни) προσβάλλω, κτυπώ \поражаться μένω κατάπληκτος, μένω Εκθαμβος, ἐμβρόντητος.

    Русско-новогреческий словарь > поражать

  • 6 удивлять

    удивлять
    несов προξενώ ἔκπληξη, ἐκπλήττω.

    Русско-новогреческий словарь > удивлять

  • 7 удивлять

    [ουντιβλγιάτ'] ρ. εκπλήττω

    Русско-греческий новый словарь > удивлять

  • 8 удивлять

    [ουντιβλγιάτ'] ρ εκπλήττω

    Русско-эллинский словарь > удивлять

  • 9 дивить

    -влго, -вишь
    ρ.δ.μ.
    εκπλήττω, κάνω, προξενώ έκπληξη, καταπλήττω.
    εκπλήττομαι, καταπλήττομαι, θαυμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > дивить

  • 10 поразить

    -ражу, -разишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пораженный, βρ: -жен, -жена, -жено ρ.σ.μ.
    1. παλ. χτυπώ, πλήττω (με φονικό όπλο)..
    βρίσκω, πέφτω, πετυχαίνω•

    поразить цель χτυπώ το στόχο.

    2. κατανικώ, συντρίβω•

    поразить неприятеля συντρίβω τον εχθρό.

    3. προσβάλλω, θίγω, βλάπτω•

    туберкулз -ил правое лгкое η φυματί-ωσε προσέβαλε το δεξιό πνευμόνι.

    4. κατα• πλήττω, εκπλήττω, ξαφνιάζω προκαλώ το θαυμασμό. || αποσβωλώνω, κατακεραυνώνω.
    εκπλήσσομαι, καταπλήσσομαι μένω έκθαμβος, εκστατικός κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > поразить

  • 11 удивить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удивленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    εκπλήττω, προκαλώ έκπληξη, απορία, θαυμασμό, χαρά ή φόβο• ξαφνιάζω.
    εκπλήττομαι, απορώ, παραξενεύομαι• θαυμάζω• ξαφνιάζομαι, εξίσταμαι, μένω έκθαμβος.

    Большой русско-греческий словарь > удивить

  • 12 фраппировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ. καταπλήττω, εκπλήττω, ξαφνιάζω, κεραυνοβολώ.

    Большой русско-греческий словарь > фраппировать

  • 13 ἐκπλήσσω

    ἐκπλήσσω Att. ἐκπλήττω MPol 7:3; 1 aor. ἐξέπληξα; in NT (and LXX) only in pass.—impf. ἐξεπλησσόμην; 2 aor. ἐξεπλάγην (Hom. et al.; LXX, TestSol; TestAbr A 3 p. 80, 13 [Stone p. 8]; TestJob; ApcrEzk [Epiph. 70, 12]) to cause to be filled with amazement to the point of being overwhelmed, amaze, astound, overwhelm (lit. strike out of one’s senses), act. τινά someone (Appian, Mithrid. 116 §566; Ammonius Hermiae in Aristotle, Lib. de Interpr. p. 66, 6 Busse τὸν ἀκροατήν; Jos., Bell. 7, 419) B 1:3 (Himerius, Or. 39 [=Or. 5], 7 of an ‘overwhelming’ sight).—Pass. in act. sense be amazed, overwhelmed w. fright (Dio Chrys. 80 [30], 12) οἱ μαθηταὶ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα the disciples were terribly shocked Mt 19:25; Mk 10:26; or wonder (Dio Chrys. 71 [21], 14; SIG 1168, 46 [IV B.C.]; Jos., Ant. 8, 168; 17, 110;142) Mt 13:54; Mk 6:2; 7:37; Lk 2:48 the parents of Jesus were dumbfounded; MPol 7:3. W. the reason given: ἐπί τινι at someth. or someone (X., Cyr. 1, 4, 27 ἐπί τῷ κάλλει; Dio Chrys. 29 [46], 1; Aelian, VH 12, 41) Mt 7:28; 22:33; Mk 1:22; 11:18; Lk 4:32; 9:43; Ac 13:12; B 7:10; 16:10.—M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐκπλήσσω

См. также в других словарях:

  • εκπλήττω — και εκπλήσσω, εξέπληξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκπλήττω — και εκπλήσσω εξέπληξα, μτβ., προκαλώ έκπληξη, ξαφνιάζω: Με εκπλήττει το θράσος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκπλήττω — ἐκπλήσσω strike out of pres subj act 1st sg (attic) ἐκπλήσσω strike out of pres ind act 1st sg (attic) ἐκπλήσσω strike out of pres subj act 1st sg (attic) ἐκπλήσσω strike out of pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκπλήσσω — εκπλήττω και εκπλήσσω, εξέπληξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκπλήσσω — και εκπλήττω (AM ἐκπλήσσω και ἐκπλήττω Α και ἐκπλήγνυμι) Ι. προκαλώ έκπληξη, ισχυρότατη εντύπωση, θαυμασμό ή φόβο μσν. φρ. «δειλία ἐκπλήττει» δειλία καταλαμβάνει, κυριεύει αρχ. 1. χτυπώ και απωθώ 2. προξενώ ισχυρή επιθυμία II. (μτχ. παθ. παρακμ.) …   Dictionary of Greek

  • δονώ — ( έω) (AM δονῶ) 1. πάλλω, τινάσσω, θέτω σε παλμική κίνηση 2. συγκινώ, συγκλονίζω αρχ. 1. παρασύρω («τὰς [ενν. βόας] οἶστρος ἐδόνησεν», Ομ. Ιλ.) 2. διαταράσσω, φοβίζω, εκπλήττω 3. (για έρωτα) εξεγείρω, ταράσσω 4. παθ. ( οῡμαι) περιστρέφομαι 5.… …   Dictionary of Greek

  • εκπεπληγμένος — η, ον βλ. εκπλήττω …   Dictionary of Greek

  • εκπεπληγμένως — βλ. εκπλήττω …   Dictionary of Greek

  • ՍԽՐԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0718 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c ն. ἑκπλήττω stupefacio. Տալ սխրանլ. հիացուցանել. զարմանալի ընցայեցուցանել. եւ Զօշոտել. *Յովսէփու ընդ եգիպտուհւոյն պատերազմ զծագս տիեզերաց սխրացուցանէ. Ոսկ. կուս.: *Ո՞վ տայր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»