Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκλεκτικός

См. также в других словарях:

  • ἐκλεκτικός — capable of exercising moral choice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκλεκτικός — ή, ό (AM ἐκλεκτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να εκλέγει σωστά 2. ο δύσκολος στην εκλογή, αυτός που δυσκολεύεται να εκλέξει 3. το αρσ. ως ουσ. οι Εκλεκτικοί οι οπαδοί τού εκλεκτικισμού, οι φιλόσοφοι που συνθέτουν δικό τους σύστημα… …   Dictionary of Greek

  • εκλεκτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο δύσκολος στην εκλογή του, που δεν ικανοποιείται με οτιδήποτε, ο διαλεχτής: Είναι εκλεκτικός στις σχέσεις του. 2. (για εκλογές), που ψηφίζει διαλέγοντας υποψηφίους και όχι πολιτικό κόμμα, που προέρχεται από τέτοια εκλογή: Οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκλεκτικώτερον — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice adverbial comp ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice masc acc comp sg ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλεκτικῶν — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice fem gen pl ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλεκτικόν — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice masc acc sg ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλεκτικοῦ — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλεκτική — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλεκτικήν — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλεκτικῶς — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»