Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκλεκτικῶν

См. также в других словарях:

  • ἐκλεκτικῶν — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice fem gen pl ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκλεκτικότητα — η 1. η ιδιότητα τού εκλεκτικού 2. χρήση εκλεκτικών ψήφων σε εκλογές 3. η ιδιότητα ορισμένων χημικών ουσιών να καθηλώνονται σε κάποιο κυτταρικό στοιχείο …   Dictionary of Greek

  • Βίντερ, Κρίστιαν Φέρντιναντ — (Kristian Ferdinand Winther, Φένσμαρκ 1796 – Παρίσι 1876).Δανός ποιητής. Τα πρώτα του ποιήματα, που τον έφεραν σε μια από τις πρώτες θέσεις μεταξύτων εκπροσώπων του δανέζικου ρομαντισμού, ήταν ερωτικά και μπαλάντες επηρεασμένες από το ύφος του… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γκαλούπι, Πασκουάλε — (Pascuale Galluppi, Τροπέα, Καταντσάρο 1770 – Νάπολη 1846). Ιταλός φιλόσοφος. Προερχόμενος από οικογένεια ευγενών της Καλαβρίας, απέκτησε πολύ νέος ευρύτατη μόρφωση, μελετώντας φιλοσοφία, μαθηματικά, θεολογία και εκκλησιαστική ιστορία. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • εκλεκτικότητα — η 1. η επίμονη αναζήτηση στην εκλογή, το να είναι κανείς εκλεκτικός (βλ. λ.). 2. η χρήση εκλεκτικών (βλ. λ.) ψήφων σε εκλογή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»