-
1 ἐκλεκτικός
ἐκ-λεκτικός, ή, όν, auswählend, auslesend; οἱ ἐκλεκτικοί, die Eklektiker, Philosophen, welche aus verschiedenen anderen Sekten einzelne Lehrsätze auswählten u. annahmen
См. также в других словарях:
ἐκλεκτικός — capable of exercising moral choice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκλεκτικός — ή, ό (AM ἐκλεκτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να εκλέγει σωστά 2. ο δύσκολος στην εκλογή, αυτός που δυσκολεύεται να εκλέξει 3. το αρσ. ως ουσ. οι Εκλεκτικοί οι οπαδοί τού εκλεκτικισμού, οι φιλόσοφοι που συνθέτουν δικό τους σύστημα… … Dictionary of Greek
εκλεκτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο δύσκολος στην εκλογή του, που δεν ικανοποιείται με οτιδήποτε, ο διαλεχτής: Είναι εκλεκτικός στις σχέσεις του. 2. (για εκλογές), που ψηφίζει διαλέγοντας υποψηφίους και όχι πολιτικό κόμμα, που προέρχεται από τέτοια εκλογή: Οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκλεκτικώτερον — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice adverbial comp ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice masc acc comp sg ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτικῶν — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice fem gen pl ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτικόν — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice masc acc sg ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτικοῦ — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτική — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτικήν — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτικῶς — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek