-
21 εκκλησία
kościół (m) rzecz. -
22 εκκλησία
1) chrám2) kostel -
23 εκκλησία
churchΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εκκλησία
-
24 Θριαμβεύουσα Εκκλησία
Θριαμβεύουσα Εκκλησία ηТоржествующая Церковь – небесная Церковь, члены которой пребывают в вечном блаженстве с Богом (ангелы, святые, усопшие праведники). Торжествующая Церковь неразрывно связана во Христе с Воинствующей Церковью (см. Ζώσα Εκκλησία, Στρατευόμενη Εκκλησία), с подвизающимися христианами, совершающими поминовения по усопшим и служащими молебны святымΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Θριαμβεύουσα Εκκλησία
-
25 Ζώσα Εκκλησία
Ζώσα Εκκλησία ηВоинствующая Церковь – общество верующих христиан, см. Στρατευόμενη ΕκκλησίαΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ζώσα Εκκλησία
-
26 δισυπόστατη εκκλησία
δισυπόστατη εκκλησία ηдвухпредельная церковь – храм, имеющий кроме главного предела еще один, освященный в честь другого святого или праздника. Храм может быть и трехпредельным и т.дЭтим.< δις- + υπόσταση «дважды + ипостась»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > δισυπόστατη εκκλησία
-
27 Καθολική Εκκλησία
Καθολική Εκκλησία ηКатолическая ЦерковьΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Καθολική Εκκλησία
-
28 Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ηРимокатолическая Церковь – Западная Христианская Церковь, которая стала так называться после окончательного разделения Церквей в 11 веке. Во главе Римокатолической Церкви стоит папа, считающийся единым наместником Христа – первым епископомΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
-
29 Στρατευόμενη Εκκλησία
Στρατευόμενη Εκκλησία ηВоинствующая Церковь – общество верующих христианΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Στρατευόμενη Εκκλησία
-
30 Δεν είναι όλοι ευσεβείς που παν στην εκκλησία
• Всяк крестится, не всяк молитсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δεν είναι όλοι ευσεβείς που παν στην εκκλησία
-
31 Σπίτι χωρίς νοικοκυρά είναι εκκλησιά χωρίς παπά
• Без хозяина дом сиротаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σπίτι χωρίς νοικοκυρά είναι εκκλησιά χωρίς παπά
-
32 εκκλησίας
ἐκκλησίᾱς, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem acc plἐκκλησίᾱς, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem gen sg (attic doric aeolic) -
33 ἐκκλησίας
ἐκκλησίᾱς, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem acc plἐκκλησίᾱς, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem gen sg (attic doric aeolic) -
34 εκκλησίαι
ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem nom /voc plἐκκλησίᾱͅ, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem dat sg (attic doric aeolic) -
35 ἐκκλησίαι
ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem nom /voc plἐκκλησίᾱͅ, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem dat sg (attic doric aeolic) -
36 τηκκλησία
ἐκκλησίαι, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem nom /voc plἐκκλησίᾱͅ, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem dat sg (attic doric aeolic) -
37 τἠκκλησίᾳ
ἐκκλησίαι, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem nom /voc plἐκκλησίᾱͅ, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem dat sg (attic doric aeolic) -
38 τηκκλησίαι
ἐκκλησίαι, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem nom /voc plἐκκλησίᾱͅ, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem dat sg (attic doric aeolic) -
39 τἠκκλησίαι
ἐκκλησίαι, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem nom /voc plἐκκλησίᾱͅ, ἐκκλησίαassembly duly summoned: fem dat sg (attic doric aeolic) -
40 σύλλογος
σύλλογ-ος, ὁ,A assembly, concourse, meeting of persons, whether legal or riotous,σ. ἐγίνετο Hdt.8.74
; Ἀχαιῶν ς., name of a play by Sophocles;ξ. γυναικοπληθεῖς E.Alc. 951
;σ. στρατεύματος Id.IA 514
, cf. 825;ἐν θεοῖς σ. σοῦ πέρι ἔσται Id.Hel. 878
;σ. ποιῆσαι Th.1.67
, 4.114 (cf. ἐκκλησία); σ. ποιέεσθαι Hdt.7.8
init., 8.24, cf. E.Heracl. 335;σ. διαλύειν Hdt.7.10
.δ'; of the people, διαλύεσθαι ἐκ τοῦ ς. Id.3.73;σ. σχολαστικοί Arist.Pol. 1313b3
; συμπόσια καὶ ἄλλοι ς. Phld.Mus. p.110K.;ὁ σ. ὁ Ἁλικαρνασσέων SIG45.1
(Halic., v B.C.), cf. 278.3 (Priene, iv B.C.), al.; at Athens, of any special public meeting or assembly, opp. the common ἐκκλησία, Th.2.22, Pl.Lg. 764a;ἐκκλησίᾳ καὶ ἄλλῳ σ. παντί, ὅστις ἂν πολιτικὸς σ. γένηται Id.Grg. 452e
, cf. X.An.5.7.2, D.19.122; freq. of a muster of forces, X.Cyr.6.2.11, al.; soσ. νεῶν And.3.38
; σ. θεραπηΐης a medical consultation, Hp. Praec.13.II metaph., collectedness, presence of mind,σύλλογον ψυχῆς λαβέ E.HF 626
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύλλογος
См. также в других словарях:
εκκλησία — εκκλησία, η και εκκλησιά, η 1. το σύνολο των χριστιανών, ο χριστιανισμός, η χριστιανοσύνη. 2. το σύνολο των θρησκευτικών λειτουργών και ιδρυμάτων μιας χώρας, που υπάγονται σε αυτοκέφαλη ορθόδοξη εκκλησιαστική εξουσία: Η Εκκλησία της Κύπρου. 3. το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκκλησία — ἐκκλησίᾱ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc/acc dual ἐκκλησίᾱ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… … Dictionary of Greek
ἐκκλησίᾳ — ἐκκλησίαι , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc pl ἐκκλησίᾱͅ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… … Dictionary of Greek
Επισκοπαλική Εκκλησία — Εκκλησία που αποσπάστηκε από την Αγγλικανική και έγινε ανεξάρτητη κατά την περίοδο της Αμερικανικής επανάστασης. Το έτος ίδρυσής της τοποθετείται στο 1789, όταν επικυρώθηκε στη Φιλαδέλφεια γενική εκκλησιαστική συνθήκη της Προτεσταντικής Εκκλησίας … Dictionary of Greek
Ορθόδοξη Εκκλησία — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ανατολικές χριστιανικές κοινότητες, που ύστερα από μακρές αντιθέσεις, χωρίστηκαν από τη Ρώμη μετά το σχίσμα (11ος αι.), προπάντων γιατί ήταν αντίθετες στο θέμα του πρωτείου του πάπα σε όλο τον χριστιανικό… … Dictionary of Greek
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι … Dictionary of Greek
Ευαγγελική Εκκλησία — Προτεσταντική ομολογία την οποία ίδρυσε, αρχικά με την ονομασία Ευαγγελική Εταιρεία, ο Αμερικανός μεθοδιστής Ιάκωβος Άλμπρεχτ (1759 1808). Αργότερα, το 1922, μετονομάστηκε Ευαγγελική Εκκλησία. Η διδασκαλία της είναι κράμα μεθοδισμού και ηθικού… … Dictionary of Greek
Αλβανίας, Ορθόδοξη Εκκλησία — Ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1937 με την έκδοση σχετικού πατριαρχικού και συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Αφού δέχτηκε διωγμούς και διώξεις από το κομουνιστικό καθεστώς της χώρας, μέχρι την πλήρη εξάρθρωσή της,… … Dictionary of Greek
Καθολική Εκκλησία — Βλ. λ. Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία … Dictionary of Greek