1 προσκαιρος
(ἐκδρομαί Plut.; θόρυβοι Luc.; τὰ βλεπόμενα NT.)
Древнегреческо-русский словарь > προσκαιρος
ἐκδρομαί — ἐκδρομή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)