Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκβολῆς

См. также в других словарях:

  • ἐκβολῆς — ἐκβολεύς inspector of dykes masc nom pl ἐκβολεύς inspector of dykes masc nom/voc pl ἐκβολή throwing out fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SAMNIUM — urbs Britanniae, Steph. Strabo l. 4. Ε᾿ν δὲ τῷ Ω᾿κεανῷ φασιν εἶναι νῆσον μικρὰν, οὐ πάνυ πελαγίαν, προκειμένην τῆς ἐκβολῆς τȏυ Λείγηρος ποταμοῦ. οἰκεῖν δὲ ταύτην, τὰς τῶ Σαμνιτῶν γυν αῖκας, Διονύσῳ κατεχομένας, καὶ ἱλασκομένας τὸν θεὸν τοῦτον… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έρμος — I Αρχαίος δήμος της Αττικής που ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή. Η θέση του αμφισβητείται, αλλά φαίνεται πως βρισκόταν στην περιοχή του Αττικού Ολύμπου (μεταξύ της Πάρνηθας και του Αιγάλεω). II Ποταμός (350 χλμ.) της δυτικής Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι… …   Dictionary of Greek

  • θεβεσιανός — ή, ό ανατ. 1. φρ. «θεβεσιανή βαλβίδα» μηνοειδής πτυχή στο στόμιο τής εκβολής τού στεφανιαίου κόλπου στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. φρ. «θεβεσιανά τρήματα» μικρότατα στόμια καρδιακών φλεβών πάνω στο εσωτερικό τοίχωμα τού δεξιού κόλπου τής καρδιάς …   Dictionary of Greek

  • λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… …   Dictionary of Greek

  • ποταμόκολπος — Τύπος ποτάμιας εκβολής που έχει το χοανοειδές σχήμα μιας προέκτασης της κοιλάδας του ποταμού προς τη θάλασσα· στον π. η ανάμειξη γλυκών και αλμυρών νερών παρατηρείται στο εσωτερικό του παράκτιου ορίου, σε αντίθεση με ό,τι γίνεται στο δέλτα. Οι π …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»