-
1 εκβολής
ἐκβολεύςinspector of dykes: masc nom plἐκβολεύςinspector of dykes: masc nom /voc plἐκβολήthrowing out: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 ἐκβολῆς
ἐκβολεύςinspector of dykes: masc nom plἐκβολεύςinspector of dykes: masc nom /voc plἐκβολήthrowing out: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 μεί-ουρος
μεί-ουρος (wie μύουρος, w. m. s.), kurz-, stutzschwänzig, wie μύουρος, Ael. H. A. 15, 13; – στίχοι μείουροι, οἱ ἐπὶ τῆς ἐκβολῆς τὴν χωλότητα ἔχοντες, Ath. XIV, 632 e, u. sanft bei den Gramm., Hexameter, welche in einem der letzten beiden Füße eine Kürze statt einer Länge haben, wie ὅπως ἴδον αἴολον ὄφιν, u. ä. – Auch περίοδοι, Arist. rhet. 3, 9 (Bekk. μύουρος) u. a. Rhett., eine Periode mit zu kurzem Nachsatz.
-
4 ἐκβολή
2 jettisoning of cargo, Id.Th. 769 (lyr.), Arist.EN 1110a9, Act.Ap.27.18 (but simply, unloading, Sammelb.1207): metaph., ἐ. τῆς δόξης casting out of it, getting rid of it, Pl.Sph. 230b, R. 412e;ἐ. ἐλέου Aphth.Prog.7
, cf. Diog.Oen.4.II expulsion, banishment, A.Supp. 421 (lyr., pl.);μετὰ τὴν τῶν τυράννων ἐ. Arist.Pol. 1275b36
;ἐκβολαὶ ἐκ τῆς πόλεως Pl.Lg. 847b
; dislodgement, ejection, Plb.4.8.4.III letting fall or drop,δακρύων ἐκβολαί E.HF 742
(lyr.); ἐ. [ὀδόντων] casting or shedding of teeth, Arist.GA 789a15.2 ἐ. σίτου the time when the corn comes into ear, Th.4.1.VII debouchure, outlet,ἐ. Πηνειοῦ Hdt.7.128
; mouth of a river, in pl., Th.2.102 ; in sg., Id.7.35, Pl.Phd. 113a : pass leading out of a chain of mountains,αἱ ἐκβολαὶ τοῦ Κιθαιρῶνος Hdt.9.38
.2 by-way,ἐ. ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς εὐθείας Paus.3.10.7
: metaph.,ἐ. λόγου
digression,Th.
1.97, Philostr.Her.19.14 (pl.), etc.VIII (from [voice] Pass.), that which is cast out, δικέλλης ἐ. earth thrown up by a mattock, upcast, S.Ant. 250 ; οὐρεία ἐ. children cast or exposed on the mountains, E.Hec. 1079 (anap.).2 cargo thrown overboard, jetsam, πλὴν ἐκβολῆς, ἣν ἂν..ἐκβάλωνται Syngr. ap. D.35.11; so ἐκβολαὶ νεώς wrecked seamen, E.IT 1424.IX in Music, interval of five διέσεις, Plu.2.1141b, Bacch.Harm.42, Aristid.Quint.1.10.X = ἐκβολάς I, Str.14.5.28.
См. также в других словарях:
ἐκβολῆς — ἐκβολεύς inspector of dykes masc nom pl ἐκβολεύς inspector of dykes masc nom/voc pl ἐκβολή throwing out fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SAMNIUM — urbs Britanniae, Steph. Strabo l. 4. Ε᾿ν δὲ τῷ Ω᾿κεανῷ φασιν εἶναι νῆσον μικρὰν, οὐ πάνυ πελαγίαν, προκειμένην τῆς ἐκβολῆς τȏυ Λείγηρος ποταμοῦ. οἰκεῖν δὲ ταύτην, τὰς τῶ Σαμνιτῶν γυν αῖκας, Διονύσῳ κατεχομένας, καὶ ἱλασκομένας τὸν θεὸν τοῦτον… … Hofmann J. Lexicon universale
έρμος — I Αρχαίος δήμος της Αττικής που ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή. Η θέση του αμφισβητείται, αλλά φαίνεται πως βρισκόταν στην περιοχή του Αττικού Ολύμπου (μεταξύ της Πάρνηθας και του Αιγάλεω). II Ποταμός (350 χλμ.) της δυτικής Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι… … Dictionary of Greek
θεβεσιανός — ή, ό ανατ. 1. φρ. «θεβεσιανή βαλβίδα» μηνοειδής πτυχή στο στόμιο τής εκβολής τού στεφανιαίου κόλπου στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. φρ. «θεβεσιανά τρήματα» μικρότατα στόμια καρδιακών φλεβών πάνω στο εσωτερικό τοίχωμα τού δεξιού κόλπου τής καρδιάς … Dictionary of Greek
λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… … Dictionary of Greek
ποταμόκολπος — Τύπος ποτάμιας εκβολής που έχει το χοανοειδές σχήμα μιας προέκτασης της κοιλάδας του ποταμού προς τη θάλασσα· στον π. η ανάμειξη γλυκών και αλμυρών νερών παρατηρείται στο εσωτερικό του παράκτιου ορίου, σε αντίθεση με ό,τι γίνεται στο δέλτα. Οι π … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… … Dictionary of Greek