-
1 εθάς
-
2 ἐθάς
-
3 ἐθάς
-
4 εθας
- άδος adj. привыкший, приученный(τινος Thuc., Plut.)
πολλῶν ἀγώνων ἐθάδες Plut. — закаленные в многих битвах -
5 ἐθάς
A accustomed,ἐ. γενέσθαι Hp.Mul.1.12
;ἐ. γενέσθαι τινός Th.2.44
; εῖναι Plu.Oth.5; of persons, familiar, Philostr. VA8.30: c. dat.,τῇ νούσῳ Hp.Morb.Sacr.12
, cf. Opp.H.5.499.II of things, customary, usual,νοῦσοι ἐ. ἀπὸ νεότητος Hp.Mul.2.125
;ἡδονή Ph.1.316
. -
6 ἐθάς
-
7 ἠθάς
ἠθάς, άδος (vgl. ἦϑος), ion. ἐϑάς, ὁ u. ἡ, gewohnt, bekannt womit, Soph. ἠϑάς εἰμί πως τῶν τῆςδε μύχων El. 364; so sp. D., ἠϑάδα ϑήρης Opp. Hal. 4, 122; Nonn.; Ael. ἠϑάδες τῶν χωρίων H. A. 7, 6; ἠϑάδες φίλοι, vertraute, Eur. Andr. 819; – οὗτος οὐ τῶν ἠϑάδων (ὀρνίϑων) ὧν ὁρᾶϑ' ὑμεῖς ἀεί Ar. Av. 271, keiner von den bekannten Hausvögeln; bei Plut. Sull. 28 Lockvögel; ἠϑᾶδες παγαί Apollnds. 25 (IX, 264), u. öfter in der Anth.; vom Pferde, zahm, Paus. 5, 27, 4, Hesych. τιϑασός; – τὰ ἠϑάδα, im Ggstz τὰ καινά, Eur. Cycl. 250; vgl. Ar. Eccl. 584 εἰ καινοτομεῖν ἐϑελήσουσιν καὶ μὴ τοῖς ἠϑάσι λίαν τοῖς ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν.
-
8 οὑθ'
ἑτά, ἑτόςsent: neut nom /voc /acc plἑτά̱, ἑτόςsent: fem nom /voc /acc dualἑτά̱, ἑτόςsent: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἑτέ, ἑτόςsent: masc voc sgἑταί, ἑτόςsent: fem nom /voc plἐθά, ἐθάςaccustomed: masc /fem voc sg -
9 εθάδα
-
10 ἐθάδα
-
11 εθάδας
-
12 ἐθάδας
-
13 εθάδες
-
14 ἐθάδες
-
15 εθάδι
-
16 ἐθάδι
-
17 εθάδος
-
18 ἐθάδος
-
19 εθάδων
-
20 ἐθάδων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εθάς — ἐθάς, ο, η (AM) [έθος] 1. οικείος, φίλος 2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) συνηθισμένος αρχ. συνηθισμένος σε κάτι … Dictionary of Greek
ἐθάς — accustomed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάδα — ἐθάς accustomed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάδας — ἐθάς accustomed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάδες — ἐθάς accustomed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάδι — ἐθάς accustomed masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάδος — ἐθάς accustomed masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάδων — ἐθάς accustomed masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάσι — ἐθάς accustomed masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάσιν — ἐθάς accustomed masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έθος — το (AM ἔθος) συνήθεια, έξη, έθιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έθος < Fέθος < IE*swedhos < ΙΕ ρ. *swedh , τής οποίας η εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα απαντά στον τ. είωθα*, ενώ η ετεροιωμένη στο λατ. sod ālis «σύντροφος, συνάδελφος». Η λ. έθος εξάλλου … Dictionary of Greek