Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐθάς

См. также в других словарях:

  • εθάς — ἐθάς, ο, η (AM) [έθος] 1. οικείος, φίλος 2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) συνηθισμένος αρχ. συνηθισμένος σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἐθάς — accustomed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθάδα — ἐθάς accustomed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθάδας — ἐθάς accustomed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθάδες — ἐθάς accustomed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθάδι — ἐθάς accustomed masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθάδος — ἐθάς accustomed masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθάδων — ἐθάς accustomed masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθάσι — ἐθάς accustomed masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθάσιν — ἐθάς accustomed masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έθος — το (AM ἔθος) συνήθεια, έξη, έθιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έθος < Fέθος < IE*swedhos < ΙΕ ρ. *swedh , τής οποίας η εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα απαντά στον τ. είωθα*, ενώ η ετεροιωμένη στο λατ. sod ālis «σύντροφος, συνάδελφος». Η λ. έθος εξάλλου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»