Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐθελοντί

См. также в других словарях:

  • ἐθελοντί — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εθελοντί — (AM ἐθελοντί) επίρρ. θεληματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής εθέλοντι, με άγνωστη την ποσότητα τού ι] …   Dictionary of Greek

  • ἐθέλοντι — ἐθέλω to be willing pres part act masc/neut dat sg ἐθέλω to be willing pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερρεντί — ἐρρεντὶ (Α) επίρρ. ολοσχερώς (πιθ. ερμην.) («ἀπό τοῡ ἔρρω ή ἐρρῶ... ὡς παρὰ τὸ ἐθέλοντος ἐθελοντί, οὕτω καὶ παρὰ τὸ ἐρρέντος ἐρρεντί», Ε.Μ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρρω «πηγαίνω στον χαμό μου» κατά τα εθελοντί, εκοντί] …   Dictionary of Greek

  • ἐθέλοντ' — ἐθέλοντα , ἐθέλω to be willing pres part act neut nom/voc/acc pl ἐθέλοντα , ἐθέλω to be willing pres part act masc acc sg ἐθέλοντι , ἐθέλω to be willing pres part act masc/neut dat sg ἐθέλοντι , ἐθέλω to be willing pres ind act 3rd pl (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BRENNUS — I. BRENNUS Gallorum Senonum Dux, qui cum 300. armatorum milibus in Italiam irrumpens, Clusium, hodie Chiusi, in Tuscia, obsedit, inde a Romanis, quorum opem obsessi imploraverant, depulsus: in hos proin armis conversis, illos apud Alliam fluv.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παρεξευρίσκω — Α [εξευρίσκω] βρίσκω κάτι επί πλέον, ανακαλύπτω επιπροσθέτως, επινοώ κάτι κοντά σε αυτό που ήδη υπάρχει («ἵνα... μὴ αὐτοὶ ἀπόλωνται τὸν νόμον περιστέλλοντες, παρεξεῡρον ἄλλον νόμον σύμμαχον τῷ ἐθελόντι γαμέειν ἀδελφέας», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»