Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐδάμην

См. также в других словарях:

  • ἐδάμην — δαμάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) δαμάω imperf ind act 1st sg δαμάζω overpower aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) δαμάζω overpower aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδαμος — ἄδαμος, ον (Α) ο αδάμαστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἐδάμην, παθ. αόρ. β΄ τού δάμνημι, «δαμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • δαμνοδάμεια — δαμνοδάμεια, η (Α) αυτή που υποτάσσει (επίθετο τής Σελήνης στη μαγική ορολογία). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. δάμνημι + (θ.) δαμ τού παθ. αορ. εδάμην τού ρ. δάμνημι*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»