-
1 εδάκρυσα
-
2 ἐδάκρυσα
-
3 δακρύω
A , later- ύσομαι Tryph. 404
: [tense] aor.ἐδάκρῡσα Hdt.1.112
, etc., [dialect] Ep.δάκρῡσα Od.11.55
: [tense] pf.δεδάκρῡκα Alciphr.2.3.14
:—[voice] Med.,δακρύεσθαι A.Th. 815
: [tense] aor.δακρύσατο Tryph.431
:—[voice] Pass., [tense] pres., E.Hel. 1226: [tense] pf.δεδάκρῡμαι Il.16.7
, etc.: [υ long in all tenses, except in late Poets, as AP9.148]: (for the Root, v. δάκρυ).I intr., weep, shed tears, Od. l.c., etc.: c. acc. cogn., δ. γόους to lament with tears, S.Aj. 580: c. gen. causae,δ. συμφορᾶς E.HF 528
(dub. l.); δ. βλέφαρα to flood them with tears, Id.Hel. 948;δ. χαρᾷ X.HG7.2.9
;ἐπὶ ταῖς συμφοραῖς Isoc.4.168
:— [voice] Pass., [tense] pf. δεδάκρυμαι to be in tears,τίπτε δεδάκρυσαι, Πατρόκλεες; Il. 16.7
;δεδάκρυνται δὲ παρειαί 22.491
; in tears,Pl.
Ax. 364b, Plu.Publ.6, etc.2 of the eyes, run, Arist.HA 620a5.3 of trees, exude gum, Thphr.Fr. 121;ἤλεκτρον δακρύειν Luc.Salt. 55
. -
4 δακρύω
δακρύω, aor. ἐδάκρῦσα, pass. perf. δεδάκρῦμαι: weep, aor. burst into tears; perf. pass., be in tears, Il. 16.7.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δακρύω
-
5 δακρύω
δακρύω fut. 3 sg. δακρύσει Sir 12:16; 1 aor. ἐδάκρυσα (Hom. et al.; grave ins Sb 373, 2; 4; 6178, 2; LXX; TestAbr AB; TestNapht 7:4; TestJos 8:1; Jos., Ant. 9, 9, Vi. 210) to shed tears, weep ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς Jesus burst into tears J 11:35 (as Diod S 17, 66, 4; 27, 6, 1; Appian, Samn. 4 §13 ὁ πρεσβύτης ἐδάκρυσε).—M-M.
См. также в других словарях:
ἐδάκρυσα — ἐδάκρῡσα , δακρύω weep aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρύζω — (AM δακρύω, Μ και δακρύζω) 1. χύνω δάκρυα, αναβλύζουν δάκρυα από τα μάτια μου 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα 3. (για φυτά) στάζω ρετσίνι ή κόμμι («το πεύκο δακρύζει ρετσίνι») νεοελλ. (για βρύση ή πήλινο δοχείο) βγάζω νερό σαν δάκρυ, σταγόνα,… … Dictionary of Greek
νερό — το 1. υγρό διαυγές, άχρωμο και άγευστο, το πιο διαδεδομένο στοιχείο στη φύση. 2. βροχή: Αν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ εκείνον το ζευγά που ’χει πολλάσπαρμένα (παροιμ.). 3. φυσική, σωματική ανάγκη: Θέλω να κάνω το νερό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)