Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δάκρῡσα

См. также в других словарях:

  • 'δάκρυσα — ἐδάκρῡσα , δακρύω weep aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκρυσα — δάκρῡσα , δακρύω weep aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρύζω — δακρύζω, δάκρυσα, δακρυσμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μάκρεμα — το 1. επιμήκυνση: Έδωσα το παλτό μου για μάκρεμα. 2. παράταση: Το μάκρεμα της συζήτησης δεν οδήγησε πουθενά. 3. απομάκρυνση: Δάκρυσα με το μάκρεμα από το νησί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»