-
1 καταδύομαι
καταδύωgo down: pres ind mp 1st sg -
2 καταδύομαι
med. погружаюсь, тону -
3 καταδύομαι
[катадиоме] р. погружатьсяΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταδύομαι
-
4 καταδύομαι
[катадиоме] ρ погружаться. -
5 καταδύομαι
(suya) dalmak -
6 καταδύομαι
1) dive2) plungeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καταδύομαι
-
7 κατα-δύω
κατα-δύω (s. δύω), 1) praes., impf., fut. u. aor. I. in trans. Bdtg, untergehen lassen, untertauchen, versenken; τοὺς γαυλοὺς καταδύσας Her. 6, 17; τὴν νῆα 8, 87; ναῦς Ar. Ran. 49; Thuc. 1, 54 u. öfter; Pol. 1, 25, 4; εἰ δέ τινα ὑμῶν λήψομαι ἐν τῇ ϑαλάττῃ, καταδύσω, Xen. An. 7, 2, 13; ein Schiff leck machen, daß es sinkt, Thuc. 1, 50; Xen. Hell. 1, 6, 35. 7, 32; übertr., ἐμὲ δὲ οἱ ἄλλοι ἄνϑρωποι καταδύουσι τῷ ἄχει, sie versenken mich in Kummer, Cyr. 6, 1, 38, vgl. 2 c; ἥλιον κατεδύσαμεν λέσχῃ, wir ließen über unser Geschwätz die Sonne untergehen, Callim. 47 (VII, 80), wie Aristaen. 1, 24 καταδύσειν μοι δοκῶ τὸν ἥλιον ἐπὶ μήκει τοῦ λόγου. – 2) Häufiger im aor. II. u. perf. mit intrans. Bdtg, wozu als Präsens καταδύομαι u. καταδύνω gehört, bei Hom. auch καταδύσεο, καταδύσετο, untergehen, untertauchen, versinken; – a) von der Sonne, aor. II., Il. 1, 475 u. öfter; ἀσπασίως δ' ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο Od. 13, 53; ἅμα ἠελίῳ καταδύντι Il. 1, 592; πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα, bis zum Untergang der Sonne, Od. 10, 183; H. h. Merc. 197 ἥλιος καταδυόμενος. Aehnlich καταδεδυκέναι τὴν νῆσον κατὰ ϑαλάττης Her. 2, 174; ἡ ναῦς κατεδύετο 8, 90; πλοῖα καταδυόμενα Plat. Polit. 302 a; ναῦς κατέδυσαν Pol. 1, 61, 6, öfter. – b) sich unter Etwas, in Etwas hineinbegeben, hineindringen, - schleichen; κατα δῠναι ὅμιλον Il. 10, 231 Od. 15, 327 u. öfter, sowohl sich in die Schaar hineinschleichen, um sich zu verbergen, als hineindringen, μάχην καταδύμεναι ἀνδρῶν Il. 3, 241; κατεδύσατο (Bekker κατεδύσετοπουλὺν ὅμιλον 10, 517, καταδύσεο μῶλον Ἄρηος, gehe in das Schlachtgetümmel, 18, 134. Aehnl. ἀνδρῶν δυςμενέων κατέδυ πόλιν Od. 4, 246, er begab sich heimlich hinein; καταδῦσα Διὸς δόμον Il. 8, 375; μυῖαι καταδῦσαι κατὰ ὠτειλάς 19, 25; καταδυσόμεϑ' εἰς Ἀΐδαο δόμους, wir werden in die Unterwelt hinabgehen, Od. 10, 174; καταδύνων εἰς ὕλην Her. 9, 37; übertr., καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυϑμὸς καὶ ἁρμονία Plat. Rep. III, 401 d, er dringt ein, wie καταδύεσϑαι εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας τὴν ἀναρχίαν VIII, 562 e. Auch Sp., καταδύσης αἰχμῆς εἰς βάϑος Plut. Rom. 20. – c) sich verbergen, verstecken, gew. mit dem Nebenbegriffe der Schaam; καταδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen. Cyr. 6, 1, 35; οὐκ ἂν ἐπὶ τούτῳ κατέδυ καὶ μέτριον παρέσχεν ἑαυτόν Dem. 21, 199, vgl. παρακάϑηται, οὐ καταδύεται τοῖς πεπραγμένοις Dem. 24, 182; ähnlich καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ τὰ πολλὰ ὡς γυνὴ ζῇ Plat. Rep. IX, 579 b; εἰς ἄπορον ὁ σοφιστὴς τόπον καταδέδυκεν, er hat sich zurückgezogen, versteckt, Soph. 239 c; καταδύνοντες ἐν τοῖς τέλμασι Pol. 5, 47, 2; καταδύονται εἰς φάραγγας Xen. Cyn. 5, 16; Sp., ἐν μυχῷ τοῦ συμποσίου ὑπ' αἰδοῦς καταδεδυκώς Luc. de merc. cond. 27. – d) sich anziehen, anlegen; κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il. 6, 504; καταδύς Od. 12, 228; κατεδύσετο (so Bekk., Wolf κατεδύσατο) Il. 7, 103; σπάργαν' ἔσω κατέδυνε ϑυήεντα H. h. Merc. 237; καταδῦναι ἃ καὶ πάρος εἵματα ἕστο Mosch. 4, 102.
-
8 нырнуть
-
9 κατα-δύνω
κατα-δύνω, = καταδύομαι, s. unter καταδύω.
-
10 εγκαταδυομαι
-
11 ξυγκαταδυομαι
Πλειάδι σ. Theocr. — заходить одновременно с созвездием Плеяд;
συγκαταδύεσθαι (sc. τοῖς πορφυρεῦσι) Luc. — погружаться в море вместе с ловцами пурпурных улиток, т.е. промышлять ловлей пурпурных улиток -
12 συγκαταδυομαι
Πλειάδι σ. Theocr. — заходить одновременно с созвездием Плеяд;
συγκαταδύεσθαι (sc. τοῖς πορφυρεῦσι) Luc. — погружаться в море вместе с ловцами пурпурных улиток, т.е. промышлять ловлей пурпурных улиток -
13 нырнуть
нырнутьсов, нырять несов καταδύομαι, δίνω βουτιά, βουτώ:\нырнуть головой δίνω βουτιά μέ τό κεφάλι· ло́дка ныряет в волнах ἡ βάρκα σκεπάζεται ἀπό κύματά самолет нырну́л в облака τό ἀεροπλάνο χώθηκε στά σύννεφα. -
14 погружаться
погружать||ся1. (с вещами, товарами) φορτώνομαι / ἐπιβιβάζομαι (Ш πλοίου), μπαρκάρω (на судно)·2. (в воду и т. п.) βυθίζομαι, βουτώ (ἄμετ.), βουλιάζω (άμ£τ.), καταδύομαι·3. перен ἀπορροφῶμαι, βυθίζομαι, εἶμαι βυθισμένος:\погружатьсяся в чтение βυθίζομαι,στό διάβασμα. -
15 καταδύω
-
16 καταδύω
погружаю
- καταδύομαι -
17 нырять
ρ.δ.1. βυθίζομαι, καταδύομαι, βουτώ, ποντίζομαι.2. μτφ. εισδύω, χώνομαι•нырять в толпу χώνομαι στο πλήθος.
3. ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε. || κάνω βουτιά•самолт -яет в воздухе το αεροπλάνο κάνει βουτιές στον αέρα.
|| (πυγμαχία) κάμπτομαι, αποφεύγω τα χτυπήματα στο κεφάλι. -
18 καταδύω
I intr., in [voice] Act. [tense] pres. καταδύνω and [voice] Med. καταδύομαι: [tense] fut. - δύσομαι: [tense] aor. - εδῡσάμην, [dialect] Ep. 2 and [ per.] 3sg. -δύσεο, -δύσετο:—[voice] Act., [tense] aor. 2 κατέδυν: [tense] pf. καταδέδῡκα:—go down, sink, set, esp. of the sun (as Hom. always in [tense] aor. 2 [voice] Act.),ἠέλιος κατέδυ Il.1.475
, etc.; ἅμα.. ἠελίῳ καταδύντι ib. 592;ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.10.183
;ἠελίοιο -δῡομένοιο h.Merc. 197
; καταδεδυκέναι τὴν [ νῆσον]κατὰ θαλάσσης Hdt.7.235
; also of ships, to be sunk or disabled, Id.8.90, Th.2.92, 7.34, X.HG1.6.35, etc.; alsoοἱ ἱππεῖς καταδύνοντες ἐν τέλμασιν Plb. 5.47.2
; κ. ὑφ' ὕδατι duck under water, Batr.89; καταδεδυκώς having popped down, Ar.V. 140.2 go down, plunge into, c. acc.,καταδῦναι ὅμιλον Il.10.231
, etc.; κατεδύσετο πουλὺν ὅμιλον ib. 517;καταδύσεο μῶλον Ἄρηος 18.134
; so μάχην, δόμον, πόλιν καταδύμεναι, 3.241, 8.375, Od.4.246: folld. by Prep., μυῖαι καδδῦσαι ([dialect] Ep. for καταδ-)κατὰ.. ὠτειλάς Il.19.25
;σπάργαν' ἔσω κατέδυνε h.Merc. 237
; καταδυσόμεθ'.. εἰς Ἀΐδαο δόμους we shall go down into.., Od.10.174; soκαταδύνειν ἐς ὕλην Hdt.9.37
, cf. 4.76; εἰς φάραγγας, of hares, X.Cyn.5.16; εἰς ἅπασαν [ τὴν πόλιν] Pl.R. 576e;κατὰ τῆς γῆς Hdt.4.132
;κατὰ τέφρας πολλῆς Plu.Cam.32
; of souls, εἰς βυθὸν κ. Plu.2.943d: c. dat., sink into,ταῖς ὁμοιοπαθείαις Metrod.Fr.38
: freq. with a notion of secrecy, insinuate oneself, steal into,καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία Pl.R. 401d
; ἡ ἀναρχία εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας κ. ib. 562e; κ. ἡ ψῦξις ἕως πλείστου the cold penetrates most, Gal.15.90, cf. 6.178.3 slink away and lie hid,καταδύεσθαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης X.Cyr.6.1.35
, cf. D.21.199 (so abs., to be overcome with shame,ἐπὶ τῇ ἀγνοίᾳ Zos.5.40
);καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ Pl.R. 579b
; , etc.4 get into, put on,κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il.6.504
, cf. Od.12.228;κατεδύσετο τεύχεα καλά Il.7.103
;εἵματα Mosch.4.102
.II causal, make to sink, rare in [tense] pres.,ἐμπίπτων καὶ καταδύων Pherecr.12
;ἐμὲ καταδύουσι τῷ ἄχει X.Cyr.6.1.37
: mostly in [tense] aor. 1,γαύλους καταδύσας Hdt.6.17
; in naval warfare, καταδῦσαι ναῦν cut it down to the water's edge, disable it, Id.8.87, al., Ar.Ra.49, Th.1.50; ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν we let the sun go down in talk, Call.Epigr.2, cf. Aristaenet.1.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδύω
-
19 dive
1) βουτώ2) καταγώγιο3) καταδύομαι -
20 plunge
1) βουτώ2) καταδύομαι3) πέφτω
См. также в других словарях:
καταδύομαι — καταδύομαι, καταδύθηκα βλ. πίν. 6 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταδύομαι — καταδύθηκα, βυθίζομαι κάτω από το νερό, βουλιάζω, κάνω βουτιά: Καταδύθηκε βαθιά στη θάλασσα και χτύπησε σε μια πέτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδύομαι — καταδύω go down pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουτώ — (Μ βουτώ) Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό 2. κάνω βουτιά, καταδύομαι 3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα 4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του 5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά 6. παίρνω κάτι με προθυμία 7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος… … Dictionary of Greek
κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek
αλιβδύω — ἁλιβδύω (Α) 1. καταδύομαι, βυθίζομαι στη θάλασσα 2. κρύβω, εξαφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. (Κατά τους αρχαίους γραμμ.) αιολ. τ. αντί τού *ἁλιδύω < ἁλι * (< ἅλς) + δύω] … Dictionary of Greek
εισκυκλώ — εἰσκυκλῶ ( έω) (Α) 1. στρέφω προς τα μέσα 2. (στο θέατρο) στρέφω με μηχάνημα προς τα μέσα και κρύβω από τα μάτια τών θεατών 3. εισάγω 4. παθ. βυθίζομαι, καταδύομαι … Dictionary of Greek
επικαταδύνω — ἐπικαταδύνω (Α) 1. καταδύομαι, βυθίζομαι κατόπιν 2. (για αστέρια) δύω κατόπιν («ἐπικαταδύω τῷ ἡλίω», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δύνω (ή καταδύω) «βυθίζομαι»] … Dictionary of Greek
καταδυτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κατάδυση 2. φρ. α) φυσ. «καταδυτικός φακός» ο αντικειμενικός φακός τού μικροσκοπίου β) ναυτ. «καταδυτικό μηχάνημα» αυτόνομη ή μη συσκευή που επιτρέπει την κατάδυση και παραμονή τού ανθρώπου μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κατακολυμβώ — κατακολυμβῶ, άω (Α) κολυμπώ προς το βάθος, καταδύομαι («κατακολυμβῶσιν οἱ σπογγεῑς», Αριστ.) … Dictionary of Greek
κολυμβιτεύω — (Α) καταδύομαι σε δεξαμενή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. αντί κολυμβητ εύω < κολυμβητής] … Dictionary of Greek