-
1 έγκατα
-
2 ἔγκατα
-
3 ἔγκατα
ἔγκᾰτα, τά,A inwards, entrails, Hom., always in acc., as Od.9.293, exc. dat. ἔγκασι in Il.11.438;ἐν ἔγκασιν ᾅδου AP15.40.42
(Comet.): later, nom. sg. , Luc. Lex.3. -
4 ἔγκατα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔγκατα
-
5 ἔγκατα
Grammatical information: n. pl.Meaning: `intestines' (Il.)Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: Uncertain. Leumann Hom. Wörter 158 n. 1 derives it from *ἔγκατος `interior', from ἐν like ἔσχατος from ἐξ; ἔγκασι then innovation after γούνασι a. o. - Lac. ἔγκυτον ἔγκατον H. folketymological after κύτος `skin, trunk, body'.Page in Frisk: 1,438Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔγκατα
-
6 ἔγκατα
ἔγκατα, άτων, τά (Hom.+; Theocr. 22, 202; Pollux 6, 51; schol. on Nicander, Ther. 694; TestSol 18:13 A) inmost parts 1 Cl 18:10 (Ps 50:12). Addition to Papias 3:2 (s. Preuschen, Antilegomena p. 98).—DELG (etym. uncertain). -
7 ἔγκατα,-ων
+ τό N 2 0-0-0-4-2=6 Ps 50(51),12; 108(109),18; Jb 21,24; 41,7; TobS 6,4inwards, entrails Ps 50(51),12; the inside of the body Sir 21,14*Jb 41,7 ἔγκατα (his) insides-גוה for MT גאוה pride -
8 έγκατα
bowelsΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έγκατα
-
9 ἐγκαταγηράσκω
A = ἐγγηράσκω, grow old in,τῇ ἀρχῇ Arist.Ath.17.1
;ἐν πενίᾳ Plu.Phoc. 30
; become inveterate in, Din.2.3:—also [suff] ἐγκατα-γηράω,ταῖς μοναρχίαις Them. Or.19.232c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταγηράσκω
-
10 ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατα-κνᾱκομῐγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατακνακομιγής
-
11 ἐγκατασβέννυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατασβέννυμι
-
12 ἐγκατασήπομαι
6 [suff] ἐγκατα-σκάπτω, demolish, Tz.H.1.787.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατασήπομαι
-
13 ἐγκαταστρέφω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταστρέφω
-
14 ἐγκατασφάττω
A slaughter in,τὸν υἱὸν τῷ κόλπῳ Plu.Dem.31
:—also [suff] ἐγκατα-σφάζω,γονέων ἐν ὄμμασι καὶ κόλποις τέκνα D.S.35.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατασφάττω
-
15 ἐγκατατάσσω
A arrange or place in, Longin.10.7, Marcellin.Puls. 474:—[voice] Pass., Onos.10.3; ῥυθμοὶ - τεταγμένοι ἀδήλως rhythms introduced unobtrusively, D.H.Comp.25 (cf. ἐγκαταχωρίζω).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατατάσσω
-
16 ἐγκαταβαίνω
A go down into, put oneself in, c. acc.,κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα Pi.N.1.38
: c. dat., dub. l. in D.S.14.28; εἰς .. Gal. UP2.15: abs., Id.8.686.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταβαίνω
-
17 ἐγκαταβάλλω
A throw down into, μέσῃ δ' ἐνικάββαλεδίνῃ A.R.1.1239
(but written divisim,μέσῳ δ' ἐνὶ κ. ὁμίλῳ Il. 12.206
); εἰς .. Alex.Aphr.Pr.2.67 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταβάλλω
-
18 ἐγκαταβιόω
A pass one's life in, Plu.2.783d, Longin.44.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταβιόω
-
19 ἐγκαταβρέχω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταβρέχω
-
20 ἐγκαταβυσσόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταβυσσόομαι
См. также в других словарях:
ἔγκατα — inwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκατα — τα (AM ἔγκατα) τα πιο βαθιά μέρη («τα έγκατα τής γης») αρχ. τα εντόσθια, τα έντερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι προήλθε από επίθ. *έγκατος «εσωτερικός» κι αυτό από την πρόθεση εν (πρβλ. έσχατος* από εξ), οπότε η ομηρική δοτ.… … Dictionary of Greek
έγκατα — τα τα βάθη, τα κατάβαθα μέρη πράγματος: Τα έγκατα της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔγκατ' — ἔγκατα , ἔγκατα inwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείψαμεν — ἐγκατᾱλείψαμεν , ἐν , κατά ἀλείφω anoint the skin with oil aor ind act 1st pl (doric aeolic) ἐν , κατά ἀλείφω anoint the skin with oil aor ind act 1st pl (homeric ionic) ἐν καταλείβω pour down aor ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάτοις — ἔγκατα inwards neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάτοισι — ἔγκατα inwards neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάτων — ἔγκατα inwards neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκασι — ἔγκατα inwards neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκασιν — ἔγκατα inwards neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek