-
61 ἐγκαταπίμπρημι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταπίμπρημι
-
62 ἐγκαταπίνομαι
A to be swallowed up, of a ship, Ph.1.670: metaph. of persons, Id.2.300, al.; to be absorbed, immersed, Dam.Pr.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταπίνομαι
-
63 ἐγκαταπίπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταπίπτω
-
64 ἐγκαταπλέκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταπλέκω
-
65 ἐγκαταπνίγω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταπνίγω
-
66 ἐγκατάποσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατάποσις
-
67 ἐγκαταρράπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταρράπτω
-
68 ἐγκατασκευάζω
A prepare in a place,ἐν ταῖς πόλεσι προδότας D.S.16.54
; but the Prep. ἐν freq. has little force, Id.2.24 (s.v.l.), 14.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατασκευάζω
-
69 ἐγκατάσκευος
ἐγκατά-σκευος, ον,A elaborate, ornate, of style, opp. ἁπλοῦς, D.H.Comp.18, al., cf. Phld.Rh.1.164S., Demetr.Eloc.15. Adv. -ως S.E.M.2.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατάσκευος
-
70 ἐγκατασκήπτω
A fall upon, of lightning,εἴς τινα D.C.49.15
; of epidemics, πολλαχόσε ἐ. Th.2.47, cf. Gal.10.880: metaph., Ph.2.471, Ael.Fr. 348.II trans., hurl down among or upon, of lightning,ἐγκατάσκηψον βέλος S.Tr. 1087
;κακῶν ἃ Πέρσαις ἐγκατέσκηψεν θεός A.Pers. 514
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατασκήπτω
-
71 ἐγκατάσκηψις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατάσκηψις
-
72 ἐγκατασκιρόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατασκιρόομαι
-
73 ἐγκατασπείρω
A scatter, sow, implant in or among,ἐλπίδα τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων Ph.2.673
;τι τῇ ὕλῃ Plu.2.1001b
;φήμην Hdn.2.1.3
:—[voice] Pass., Plu. Cic.14, Aen.Gaz.Thphr.p.69 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατασπείρω
-
74 ἐγκαταστηρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταστηρίζω
-
75 ἐγκαταστοιχειόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταστοιχειόομαι
-
76 ἐγκατασχάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατασχάζω
-
77 ἐγκαταταράσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαταταράσσω
-
78 ἐγκατατέμνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατατέμνω
-
79 ἐγκατατίθημι
II Hom. only in [voice] Med., ἱμάντα τεῷ ἐγκάτθεο κόλπῳ put the band upon or round thy waist, Il.14.219, cf. 223; ἄτην ἑῷ ἐγκάτθετο θυμῷ stored up, devised mischief in his heart, Od.23.223; τελαμῶνα ἑῇ ἐγκάτθετο τέχνῃ stored up the belt in his art, designed it by his art, Od.11.614; σὺ ταῦτα τεῷ ἐνικάτθεο θυμῷ store it up in thy heart, Hes.Op.27;στέρνοις ἐγκατέθεντο Simon.85.5
;ὅκα φρεσὶν ἐγκατάθοιτο βουλάν Theoc.17.14
;γλυφίδας.. ἐνικάτθετο νευρῇ A.R.3.282
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατατίθημι
-
80 ἐγκατατίλλω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατατίλλω
См. также в других словарях:
ἔγκατα — inwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκατα — τα (AM ἔγκατα) τα πιο βαθιά μέρη («τα έγκατα τής γης») αρχ. τα εντόσθια, τα έντερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι προήλθε από επίθ. *έγκατος «εσωτερικός» κι αυτό από την πρόθεση εν (πρβλ. έσχατος* από εξ), οπότε η ομηρική δοτ.… … Dictionary of Greek
έγκατα — τα τα βάθη, τα κατάβαθα μέρη πράγματος: Τα έγκατα της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔγκατ' — ἔγκατα , ἔγκατα inwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείψαμεν — ἐγκατᾱλείψαμεν , ἐν , κατά ἀλείφω anoint the skin with oil aor ind act 1st pl (doric aeolic) ἐν , κατά ἀλείφω anoint the skin with oil aor ind act 1st pl (homeric ionic) ἐν καταλείβω pour down aor ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάτοις — ἔγκατα inwards neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάτοισι — ἔγκατα inwards neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάτων — ἔγκατα inwards neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκασι — ἔγκατα inwards neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκασιν — ἔγκατα inwards neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek