-
1 εγκαθευδω
(τάπησι Anacr.; τοῖς τείχεσι и ἐν τοῖς τείχεσι Plut.)
ἐ. ψυχρότεραι ὄϊες αἰγῶν Arst. — овцы любят лежать в более прохладных местах, чем козы -
2 ἐγκαθεύδω
A sleep among, Arist.HA 610b31; sleep upon,ποδήρη ὦτα ὡς ἐγκαθεύδειν Str. 15.1.57
;στιβάδα ἐγκαθεύδειν τινὶ παρασκευάσαι Ael.NA6.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαθεύδω
-
3 ἐγκαθεύδω
ἐγ-καθ-εύδω (s. εὕδω), darin, darauf schlafen; dabei schlafen
См. также в других словарях:
εγκαθεύδω — ἐγκαθεύδω (Α) 1. κοιμάμαι ανάμεσα ή πάνω σε κάτι 2. κοιμάμαι 3. (ειδ.) κοιμάμαι μέσα σε ναό για να θεραπευθώ από θαύμα … Dictionary of Greek
εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος … Dictionary of Greek