Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐγκαθεύδω

См. также в других словарях:

  • εγκαθεύδω — ἐγκαθεύδω (Α) 1. κοιμάμαι ανάμεσα ή πάνω σε κάτι 2. κοιμάμαι 3. (ειδ.) κοιμάμαι μέσα σε ναό για να θεραπευθώ από θαύμα …   Dictionary of Greek

  • εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»