-
1 εγγραφής
ἐγγραφεύςregistrar: masc nom plἐγγραφεύςregistrar: masc nom /voc plἐγγραφήregistration: fem gen sg (attic epic ionic)——————ἐγγράφωmake incisions into: aor subj pass 2nd sgἐγγραφήregistration: fem dat pl (epic) -
2 ἐγγραφῆς
Βλ. λ. εγγραφής -
3 ἐγγραφῇς
Βλ. λ. εγγραφής -
4 σπεύδω
Aσπευδέμεν Od.24.324
: [tense] fut. (lyr.), Ar.Eq. 926, etc.; Cret. (iii B.C.): [tense] aor. , Pl.Cri. 45c, etc.; [dialect] Ep.σπεῦσα Od.9.250
; subj. σπεύσομεν, for - ωμεν, Il.17.121: [tense] pf. /9.375 (Perga, ii B.C.), Paus.7.15.11:—[voice] Med., A.Ag. 151 (lyr.): [tense] fut.σπεύσομαι Il.15.402
:— [voice] Pass., [tense] pf.ἔσπευσμαι Luc.Am.33
, Gal.12.895.I trans., set going, urge on, hasten,ταῦτα δ' ἅμα χρὴ σπεύδειν Il.13.236
;οἱ δὲ γάμον σπεύδουσιν Od.19.137
, cf. Hdt.1.38; παῦσαι σπεύδων τὰ σπεύδεις ib. 206; ; σ. οἱ μὲν ἴγδιν, οἱ δὲ σίλφιον, οἱ δ' ὄξος procure quickly, get ready, Sol.39; ; σπευσίω ὅτι κα δύναμαι κακὸν τᾷ πόλει SIGl.c. (in Hdt.8.46, Δημοκρίτου σπεύσαντος, an acc. must be supplied).b seek eagerly, strive after, μηδὲν ἄγαν ς. Thgn.335, 401; σ. βίον ἀθάνατον, μακροτέραν ἀρετάν, Pi.P.3.62,I.4(3).13(31);εὐψυχίαν ἀντ' εὐβουλίας E.Supp. 161
;τὴν ἡγεμονίαν Th.5.16
; ;πόλεμον τέκνοις Id.HF 1133
.c promote or further zealously, press or urge on,τι τῶν φέρει φρήν A.Supp. 599
(lyr.);τὸ σὸν σ. ἅμα καὶ τοὐμόν S.El. 251
;τὸ σὸν ἀγαθόν E.Hec. 120
(lyr.); τὸ ἐφ' ἑαυτὸν ἕκαστος ς. Th.1.141;σ. ἀσπούδαστ' ἐπὶ σοὶ δαίμων E.IT 201
(lyr.); τὰ ἐναντία τῇ ἑαυτῶν ὠφελείᾳ ς. And.2.2; in arguing, σεαυτῷ τὰ ἐναντία ς. Pl.Prt. 361a; σ. τοῦτο, ὅπως .. Id.Lg. 687e;μὴ σπεῦδ' ἃ μὴ δεῖ, μηδ' ἃ δεῖ σπεύδειν μένε Men.Mon. 344
: c. dat., οἱ Χαιρέᾳ σπεύδοντες the partisans of Chaereas, Charito 6.1: ἐς τὰ Ἑλλήνων ς. Philostr.VA5.8: folld. by a conj., :—[voice] Med.,σπευδομένα θυσίαν A.Ag. 151
(lyr.): —[voice] Pass.,ξυνὸν πᾶσι ἀγαθὸν σπεύδεται Hdt.7.53
; ἐσπευσμέναι χρεῖαι pressing needs, Luc.Am.33.2 c. acc. et inf., σπεύσατε.. Τεῦκρον ἐν τάχει μολεῖν urge him to come quickly, S.Aj. 804; σπεῦσον.. κάπετόν τιν' ἰδεῖν hasten to look out for.., ib. 1165 (anap.).II more freq. intr., press on, hasten.διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ' Il.11.119
, cf. 8.191, 23.414, Hes.Sc. 228; σ. ἀπὸ ῥυτῆρος with loose rein, S.OC 900; ;πεζῇ X.An.3.4.49
, etc.; exert oneself, strive eagerly or anxiously, of warriors fighting, Il.4.232, cf.8.293, etc.; of a smith at work, 18.373; of beasts of draught, 17.745; of bees working, Hes. Th. 597: prov., (troch.); σπεῦδε βραδέως festina lente, Gell.10.11.5; σ. τινί exert oneself for another, Alex.309:—Construct.,1 c. part., σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα (for σπουδαίως ἐπονήσατο) Od.9.250, cf. S.El. 935, E.Med. 761 (anap.), Ar.Ach. 179: reversely, σπεύδων in haste, eagerly,τὼ δὲ σπεύδοντε πετέσθην Il.23.506
;ἵκετο σπεύδων Pi. P.4.95
;εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ.. σπεύδων σπεύδοντί ποθ' ἥξει A.Pr. 193
(anap.);σ. ἐβοήθει X.HG4.3.1
.2 c. inf., to be eager to.., Hes Op.22,673, Pi.O.4.11(14), N.9.21, A.Ag. 601, Hdt.8.41; :—[voice] Med.,σπευδομένα ἀφελεῖν A.Eu. 360
(lyr.).3 c. acc. et inf., to be anxious that..,εἰρήνην ἑωυτοῖσι γενέσθαι Hdt.1.74
; , cf. Pl.Prt. 361a; τὸ λεκτικοὺς γίγνεσθαι τοὺς συνόντας οὐκ ἔσπ. X.Mem.4.3.1: alsoἔσπευσεν τοῦ διατηρηθῆναι τὴν εὐφημίαν αὐτοῖς IG22.1028.83
.4 folld. by ὡς, ὅπως, etc.,σ. ὡς Ζεὺς μήποτ' ἄρξειεν A.Pr. 205
; σ. ὅπως μὴ .. Pl.Grg. 480b; ἵνα.., ἵνα μὴ .., Id.Plt. 264a, Isoc.4.164; ὥστε μή, c. inf., Thphr.Od.57.5 folld. by a Prep., σ. μάχην ἐς show eagerness for.., Il.4.225 ([voice] Med., σπεύσομαι εἰς Ἀχιλῆα, ἵνα .. hasten, 15.402);εἰς ἄφενος σπεύδειν Hes.Op.24
;εἰς ἀρετήν Thgn.403
;ἐς θαλάμους E. Hipp. 182
(anap.);ἐς τὰ πράγματα Id. Ion 599
, etc.;εἰς τὸ αὐτὸ ἡμῖν X.Cyr.1.3.4
;δώματος εἴσω E.Med. 100
(anap.);ἐπί τι Lycurg.57
; περὶ Πατρόκλοιο θανόντος struggle for him, Il.17.121;ὑπέρ τινος IG12(9).903
(Chalcis, ii B.C.); , etc.; alsoσ. ὁδόν IG14.1729
.
См. также в других словарях:
εγγραφής, συσκευές ή εγγραφείς — Συσκευές ικανές να απεικονίσουν πάνω σε χάρτινη ταινία ένα φυσικό μέγεθος που έχει μετρηθεί από αυτές. Για τον σκοπό αυτό διαθέτουν γραφίδα που χαράσσει μία γραμμή, η οποία αναπαριστά την πορεία του μετρούμενου μεγέθους σε συνάρτηση με τον χρόνο … Dictionary of Greek
ἐγγραφῆς — ἐγγραφεύς registrar masc nom pl ἐγγραφεύς registrar masc nom/voc pl ἐγγραφή registration fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγραφῇς — ἐγγράφω make incisions into aor subj pass 2nd sg ἐγγραφή registration fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
μαγνητικός δίσκος — Δίσκος από πλαστικό (μαλακός μ.δ.) ή μέταλλο (σκληρός μ.δ.) με επίστρωμα μαγνητικού υλικού πάνω στο οποίο βρίσκονται πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή. Ο μ.δ. αποτελεί στους περισσότερους ηλεκτρονικούς υπολογιστές το βασικό μέσο μόνιμης, ή σχεδόν… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
μαγνητόφωνο — Συσκευή, η λειτουργία της οποίας βασίζεται σε μαγνητικά φαινόμενα και η οποία χρησιμοποιείται για την εγγραφή, σε ειδική ταινία, και την αναπαραγωγή ήχων. Ουσιαστικά βασίζεται στη δυνατότητα μαγνήτισης εξ επαγωγής ενός στρώματος οξειδίου του… … Dictionary of Greek