-
1 Ἄνθρωπε
ЧеловекἄνθρωπεΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἄνθρωπε
-
2 ἄνθρωπε
человекἌνθρωπεΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄνθρωπε
-
3 θαυμασιος
1) удивительный, поразительный, замечательный(ὄσσα HH.; χάρις Hes.; ἔργα Arst.; ὄντα Plut.; πράξεις NT.)
θ. τὸ κάλλος καὴ τὸ μέγεθος Xen. — замечательный по красоте и по размерам;τὰ θαυμάσια NT. — чудеса2) странный, непонятный(θ. καὴ ἄλογος Plat.)
θαυμάσια ἐργάζεσθαι Plat. — странно поступать, странно вести себя;ὦ θαυμάσιε! ирон.-ласк. Plat., ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε! Xen. — ах, ты мой милый (чудак)! -
4 κρασις
1) смешивание ( в отличие от μῖξις - полное), слияние(τῶν ἐναντίων и πρὸς ἄλληλα Plat.; θερμῶν καὴ ψυχρῶν Arst.)
2) способ смешивания, приготовление(κράσεις ἠπίων ἀκεομάτων Aesch.)
3) смесь, соединение, сочетание(ὀστοῦ καὴ σαρκός, μουσικῆς καὴ γυμναστικῆς Plat.; χρωμάτων Arst., Luc.)
4) досл. смешение воздушных течений, перен. климатические условия, температура(κρᾶσίν τινα ἔχειν Eur., Plat.)
5) грам. красис (слияние конечного гласного одного слова с начальным гласным следующего слова, обозначаемое знаком κορωνίς, напр. τἀληθές из τὸ ἀληθές, ὤνθρωπε из ὦ ἄνθρωπε) -
5 ω νθρωπε
in elisione = ὦ См. ω ἄνθρωπε
См. также в других словарях:
ἄνθρωπε — ἄνθρωπος man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'νθρωπ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'νθρωπε — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'νθρωφ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθρωπ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθρωφ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤνθρωπ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤνθρωπε — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤνθρωφ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦνθρωπε — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦνθρωφ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)