Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

Ἄνθρωπε

  • 1 милый

    επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.
    1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•

    -ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•

    -ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•

    она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.

    || ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.
    2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•

    милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).

    3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.
    εκφρ.
    мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•
    - ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•
    вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα!

    Большой русско-греческий словарь > милый

См. также в других словарях:

  • ἄνθρωπε — ἄνθρωπος man masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'νθρωπ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'νθρωπε — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'νθρωφ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθρωπ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθρωφ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤνθρωπ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤνθρωπε — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤνθρωφ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦνθρωπε — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦνθρωφ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»