-
1 милый
επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•-ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•
-ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•
она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.
|| ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).
3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.εκφρ.мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•- ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα!
См. также в других словарях:
ἄνθρωπε — ἄνθρωπος man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'νθρωπ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'νθρωπε — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'νθρωφ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθρωπ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθρωφ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤνθρωπ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤνθρωπε — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤνθρωφ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦνθρωπε — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦνθρωφ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)