-
1 άγγελος
άγγελος οангел – дух предстоящий небесному Жертвеннику и Престолу Божьему. Ангелы считаются первыми творениями Бога. Составляют так называемые ангельские чины;ΦΡ.βλέπω τόν άγγελό μου — быть при смерти;Этим.заимствование в древнегреческом языке из иранского «άγγαρος» — «посыльный» -
2 αγγελος
ὅ и ἥ1) вестник, посланец, гонец Hom., Her., Trag.ἄ. τινος Soph. — вестник чей-л. или чего-л.;
λευκαὴ ἔθειραι, συνετῆς ἄγγελοι ἡλικίης Anth. — седые волосы, вестники сознательного возраста2) весть, известие, сообщение Polyb.3) ангел NT. -
3 Ἄγγελος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἄγγελος
-
4 ἄγγελος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄγγελος
-
5 ἄγγελός
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄγγελός
-
6 ἄγγελος
ὁ ἄγγελος вестник, посол (ср. ангел; др.-русск. аггел - злой дух) -
7 ἄγγελος
32 ἄγγελος{сущ., 186}ангел, посланник, вестник, гонец, соглядатай.Ссылки: Мф. 1:20, 24; 2:13, 19; 4:6, 11; 11:10; 13:39, 41, 49; 16:27; 18:10; 22:30; 24:31, 36; 25:31, 41; 26:53; 28:2, 5; Мк. 1:2, 13; 8:38; 12:25; 13:27, 32; Лк. 1:11, 13, 18, 19, 26, 28, 30, 34, 35, 38; 2:9, 10, 13, 15, 21; 4:10; 7:24, 27; 9:26, 52; 12:8, 9; 15:10; 16:22; 22:43; 24:23; Ин. 1:51; 5:4; 12:29; 20:12; Деян. 5:19; 6:15; 7:30, 35, 38, 53; 8:26; 10:3, 7, 22; 11:13; 12:7-11, 15, 23; 23:8, 9; 27:23; Рим. 8:38; 1Кор. 4:9; 6:3; 11:10; 13:1; 2Кор. 11:14; 12:7; Гал. 1:8; 3:19; 4:14; Кол. 2:18; 2Фес. 1:7; 1Тим. 3:16; 5:21; Евр. 1:4-7, 13; 2:2, 5, 7, 9, 16; 12:22; 13:2; Иак. 2:25; 1Пет. 1:12; 3:22; 2Пет. 2:4, 11; Иуд. 1:6; Откр. 1:1, 20; 2:1, 8, 12, 18; 3:1, 5, 7, 14; 5:2, 11; 7:1, 2, 11; 8:2-8, 10, 12, 13; 9:1, 11, 13-15; 10:1, 5, 7-10; 11:1, 15; 12:7, 9; 14:6, 810, 15, 17-19; 15:1, 6-8; 16:1, 3-5, 8, 10, 12, 17; 17:1, 7; 18:1, 21; 19:17; 20:1; 21:9, 12, 17; 22:6, 8, 16. LXX: 4397 (ךָּאלְמַ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄγγελος
-
8 άγγελος
32 ἄγγελος{сущ., 186}ангел, посланник, вестник, гонец, соглядатай.Ссылки: Мф. 1:20, 24; 2:13, 19; 4:6, 11; 11:10; 13:39, 41, 49; 16:27; 18:10; 22:30; 24:31, 36; 25:31, 41; 26:53; 28:2, 5; Мк. 1:2, 13; 8:38; 12:25; 13:27, 32; Лк. 1:11, 13, 18, 19, 26, 28, 30, 34, 35, 38; 2:9, 10, 13, 15, 21; 4:10; 7:24, 27; 9:26, 52; 12:8, 9; 15:10; 16:22; 22:43; 24:23; Ин. 1:51; 5:4; 12:29; 20:12; Деян. 5:19; 6:15; 7:30, 35, 38, 53; 8:26; 10:3, 7, 22; 11:13; 12:7-11, 15, 23; 23:8, 9; 27:23; Рим. 8:38; 1Кор. 4:9; 6:3; 11:10; 13:1; 2Кор. 11:14; 12:7; Гал. 1:8; 3:19; 4:14; Кол. 2:18; 2Фес. 1:7; 1Тим. 3:16; 5:21; Евр. 1:4-7, 13; 2:2, 5, 7, 9, 16; 12:22; 13:2; Иак. 2:25; 1Пет. 1:12; 3:22; 2Пет. 2:4, 11; Иуд. 1:6; Откр. 1:1, 20; 2:1, 8, 12, 18; 3:1, 5, 7, 14; 5:2, 11; 7:1, 2, 11; 8:2-8, 10, 12, 13; 9:1, 11, 13-15; 10:1, 5, 7-10; 11:1, 15; 12:7, 9; 14:6, 810, 15, 17-19; 15:1, 6-8; 16:1, 3-5, 8, 10, 12, 17; 17:1, 7; 18:1, 21; 19:17; 20:1; 21:9, 12, 17; 22:6, 8, 16. LXX: 4397 (ךָּאלְמַ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άγγελος
-
9 άγγελος
ο, άγγελισσα и άγγελίνα η1) вестни|к, -ца, гонец; 2) ангел;§ βλέπω τον άγγελό μου — а) быть при смерти; — б) испугаться до смерти;
του αγγέλου του νερό δεν δίνει ≈ он нαγγελόψυχος, η, ο с ангельской душой; очень добрый, милосердный -
10 ἄγγελος
ангел, посланник, вестник, гонец, соглядатай; LXX: (מַלְאָךְ).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄγγελος
-
11 ἄγγελος
-
12 άγγελος
[ангелос] ουσ α ангел. -
13 Μεγάλης Βουλής Άγγελος
Μεγάλης Βουλής Άγγελος οАнгел Великого Совета – одно из символических наименований Христа, заимствованное из Ветхого Завета (Исх. 9, 6). Послужило источником для особого типа изображения Христа в виде архангела с крыльями, которое встречается как самостоятельно, так и в составе различных символико-догматических композиций («Сотворение мира», «И почил Бог в день седьмый…»)Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Μεγάλης Βουλής Άγγελος
-
14 αγγελιωτης
-
15 εξαγγελος
ὅ1) вестник, гонец Plat.ἐ. γίγνεται, ὡς … Thuc. — он доносит, что …
2) рассказчик, излагатель(τῶν πράξεων Plut.)
3) ( в трагедиях) эксангел (действующее лицо, сообщавшее зрителям о происходящем непосредственно за сценой; тогда как ἄγγελος приносил вести издалека) -
16 κηρυξ
1) глашатай(Ἑρμῆς, κ., κηρύκων σέβας Aesch.)
κηρύκεσσι κελεῦσαι κηρύσσειν ἀγορήνδε Ἀχαιούς Hom. — приказать глашатаям созвать на площадь ахейцев2) (= ἄγγελος См. αγγελος) вестник, гонец3) (= ἀπόστολος См. αποστολος) посланец, посол(Ἀλυάττης ἔπεμπε κήρυκα ἐς Μίλητον …Ὁ μὲν δέ ἀπόστολος ἐς τέν Μίλητον ἤϊε Her.)
4) проповедник, провозвестник(δικαιοσύνης NT.)
5) зоол. герольд (морской моллюск, витая раковина которого употреблялась в качестве сигнального рожка) Arst., Anth. -
17 οσσα
I.атт. ὄττᾰ ἥ1) (вещий) голос, (пророческое) слово(ὄ. Διὸς ἄγγελος, ὄ. ἐκ Διός Hom.)
2) знамение, предзнаменование(κακέ ὄττα καὴ μαντεία Plat.)
3) слух, молва(ὄ. ἄγγελος κατὰ πτόλιν ᾤχετο Hom.)
4) звук(и) (sc. τῆς λύρας HH.)5) рев, мычание (sc. βοός Hes.)6) шум, грохот (sc. τῆς μάχης Hes.)II. -
18 αναγγελος
-
19 αρχαγγελος
-
20 αυταγγελος
ὅ лично приносящий весть, сообщающий о лично виденном(Soph., Thuc.; τινος Soph., Plut.)
См. также в других словарях:
ἅγγελος — ἄγγελος , ἄγγελος messenger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄγγελος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγγελος — messenger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
άγγελος — ο (θηλ. ισσα και ίνα) 1. αυτός που φέρνει μια είδηση, μαντατοφόρος: Χάρηκαν όλοι, γιατί ήταν άγγελος καλών ειδήσεων. 2. πνευματικό δημιουργημένο από το Θεό για να εκτελεί τις εντολές του. 3. άνθρωπος προικισμένος με εξαιρετικά προτερήματα: Είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άγγελος Σιλέσιος — (Αngelus Silesius). Ψευδώνυμο του Γερμανού γιατρού, θεολόγου και ποιητή Γιόχαν Σέφλερ (Johann Scheffler, 1624 – 1677). Αρχικά o Α.Σ. ήταν προτεστάντης, μεταπήδησε όμως το 1652 στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Το 1674 κυκλοφόρησε η μεγάλη συλλογή… … Dictionary of Greek
Άγγελος, Γρηγόριος — (14ος; αι.).Βυζαντινός θεολόγος. Με το έργο του στηλίτευσε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και αποσαφήνισε διάφορους όρους του ορθόδοξου δόγματος. Έγραψε επίσης εναντίον της χρήσης των αζύμων από τους Δυτικούς. Τα έργα του παραμένουν ανέκδοτα. Τρία… … Dictionary of Greek
Άγγελος, Κωνσταντίνος — Ονοματεπώνυμο δύο βυζαντινών αξιωματούχων. 1. Αρχηγός του βυζαντινού στόλου στα χρόνια του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ του Κομνηνού (1143 1180). Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Φιλαδέλφειας (Μ. Ασίας) και νυμφεύτηκε την κόρη του Αλεξίου Α’ … Dictionary of Greek
Άγγελος, Μάρκος — (14ος αι.).Βυζαντινός ποιητής. Έγραψε ποιήματα που αναφέρονται στον έρωτα … Dictionary of Greek
Άγγελος, Χριστόφορος — (Γαστούνη Ηλείας 1575 – Οξφόρδη 1638).Λόγιος και συγγραφέας. Έγινε μοναχός και το 1606 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατηγορήθηκε στον Τούρκο διοικητή για κατασκοπεία και φυλακίστηκε. Το 1608 δραπέτευσε από τη φυλακή και πήγε στην Αγγλία, όπου… … Dictionary of Greek
Βλάχος, Άγγελος — I (Αθήνα 1838 – 1920). Λογογράφος, πολιτικός και διπλωμάτης. Πήρε το δίπλωμα της νομικής στην Αθήνα (1859) και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (1861 63). Κατά καιρούς κατέλαβε διάφορες ανώτερες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, υπηρέτησε ως… … Dictionary of Greek