Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αὐτάγγελος

См. также в других словарях:

  • αυτάγγελος — αὐτάγγελος, ον (Α) 1. αυτός που αναγγέλλει αυτοπροσώπως κάτι για τον εαυτό του 2. εκείνος που φέρνει αγγελίες ως αυτόπτης μάρτυρας …   Dictionary of Greek

  • αὐτάγγελος — carrying one s own message masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐταγγέλους — αὐτάγγελος carrying one s own message masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάγγελε — αὐτάγγελος carrying one s own message masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάγγελοι — αὐτάγγελος carrying one s own message masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάγγελον — αὐτάγγελος carrying one s own message masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»