Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἀριστείδης

См. также в других словарях:

  • Ἀριστείδης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αριστείδης — I (o Δίκαιος, 540 π.Χ. – 468 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός. Γιος του Λυσιμάχου, από τον δήμο Αλωπεκής της Αντιοχίδας φυλής, αναμείχτηκε στην πολιτική μετά την κατάλυση (στην οποία ίσως συνέβαλε) της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών (510),… …   Dictionary of Greek

  • Αριστείδης — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γλαράκης, Αριστείδης — (1836 – 1914). Νομικός, πολιτικός και δημοσιογράφος. Αγωνίστηκε για την έξωση του Όθωνα και ήταν αρχηγός της νεολαίας του πανεπιστημίου κατά τις φοιτητικές ταραχές, τις γνωστές ως Σκιαδικά (1859). Διετέλεσε πληρεξούσιος των Χίων στην… …   Dictionary of Greek

  • Δαμαλάς, Αριστείδης — (Πειραιάς 1855 – Παρίσι 1889). Ηθοποιός του θεάτρου, που διακρίθηκε κυρίως στη Γαλλία. Μετά τις στοιχειώδεις σπουδές του στον Πειραιά ταξίδεψε στην Αγγλία και στη Γαλλία για να μάθει τις αντίστοιχες γλώσσες. Έπειτα από τετράχρονη διαμονή στο… …   Dictionary of Greek

  • Καρύδης-Φουκς, Αριστείδης — (Δρέσδη 1928 – Αθήνα 1998). Διευθυντής φωτογραφίας και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε φωτογραφία στη Βιέννη και έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη διεύθυνση φωτογραφίας το 1947 με το Μια μεγάλη αγάπη. Εργάστηκε σε περισσότερες από 45… …   Dictionary of Greek

  • Μωραϊτίνης, Αριστείδης — I (Σμύρνη 1806 – 1875). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και στη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του γνωρίστηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια, με την προτροπή του οποίου εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Ακολούθησε το δικαστικό κλάδο …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμος, Αριστείδης — (1835 – 1890). Νομομαθής και δικαστικός. Καταγόταν από τα Καλάβρυτα. Διετέλεσε εφέτης στην Αθήνα και από τη θέση αυτή συνετέλεσε στην απαλλαγή από τη δίωξη του Χαρίλαου Τρικούπη, μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Τις πταίει. Αργότερα διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Στεργιάδης, Αριστείδης — Νομομαθής και πολιτικός (1861 – 1950). Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη γενέτειρά του, το Ηράκλειο της Κρήτης. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την πολιτική και το 1905 πήρε ενεργά μέρος στην επανάσταση στο Θέρισο.… …   Dictionary of Greek

  • Ἀριστείδη — Ἀριστείδης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστείδην — Ἀριστείδης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»