Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἀρεοπᾰγίτης

См. также в других словарях:

  • Ἀρεοπαγίτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρεοπαγίτης — ο (Α Ἀρεοπαγίτης κ. Ἀρειοπαγίτης) μέλος του Αρείου Πάγου αρχ. αυστηρός και ολιγόλογος (παροιμ., «Άρειοπαγίτου στεγανώτερος») …   Dictionary of Greek

  • Αρεοπαγίτης — ο μέλος του Αρείου Πάγου (του αρχαίου ή του σημερινού) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης — (1ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος, μέλος του Αρείου Πάγου. Μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο, έγινε χριστιανός και φέρεται ως ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Ο Δ. μαρτύρησε στην εποχή του Δομιτιανού. Είναι πολιούχος της Αθήνας και η μνήμη… …   Dictionary of Greek

  • Ἀρεοπαγίται — Ἀρεοπαγίτης masc nom/voc pl Ἀρεοπαγίτᾱͅ , Ἀρεοπαγίτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρεοπαγιτῶν — Ἀρεοπαγίτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρεοπαγίταις — Ἀρεοπαγίτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρεοπαγίτην — Ἀρεοπαγίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρεοπαγίτου — Ἀρεοπαγίτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρεοπαγίτῃ — Ἀρεοπαγίτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»