-
1 Αρεοπαγίτης
-
2 Ἀρεοπαγίτης
-
3 Ἀρεοπαγίτης
A v. Ἄρειος πάγος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀρεοπαγίτης
-
4 Ἀρεοπαγίτης
Ἀρεοπαγίτης, ου, ὁ (also-είτης Tdf. On-ίτης s. Lobeck on Phryn. 599; 697f; B-D-F §30, 2; Mlt-H. 277; 366; Aeschin. 1, 81; Menand., Fab. Inc. 11 J.; Alciphron 1, 16, 1; SIG 334, 35; 856, 8.—Ἀρευπαγίτης Michel 687, 52 [III B.C.]; 823, 7 [220 B.C.]) Areopagite, member of the council or court of the Areopagus (s. prec.); of Dionysius Ac 17:34. (Tdf. Ἀρεοπαγείτης as SIG 856, 8).—Hemer, Acts 119. DELG s.v. Ἄρης. EDNT. -
5 Αρεοπαγίται
-
6 Ἀρεοπαγίται
-
7 Αρεοπαγίτας
Ἀρεοπαγίτᾱς, Ἀρεοπαγίτηςmasc acc plἈρεοπαγίτᾱς, Ἀρεοπαγίτηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
8 Ἀρεοπαγίτας
Ἀρεοπαγίτᾱς, Ἀρεοπαγίτηςmasc acc plἈρεοπαγίτᾱς, Ἀρεοπαγίτηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
9 Αρεοπαγιτών
-
10 Ἀρεοπαγιτῶν
-
11 Αρεοπαγίταις
-
12 Ἀρεοπαγίταις
-
13 Αρεοπαγίτη
-
14 Ἀρεοπαγίτῃ
-
15 Αρεοπαγίτην
-
16 Ἀρεοπαγίτην
-
17 Αρεοπαγίτου
-
18 Ἀρεοπαγίτου
-
19 Ἄρειος πάγος
A the hill of Ares, at Athens,Ἀρήϊος π. Hdt.8.52
, cf. A.Eu. 685, 690, etc.;ἡ βουλὴ ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου IG1.38a
(prob.), 2.476.59, al., D.18.133, cf. Lys.26.12, Arist.Ath.4.4;ἡ ἐν Ἀ. πάγῳ βουλή D.20.157
, Aeschin.1.81, Arist.Pol. 1273b39;βουλή Ἀρεία IG3.824
; εἰς τὸν Ἄ. πάγον ἀναβῆναι become a member of the court, Isoc. 7.37, 12.154;ἐν Ἀ. πάγῳ δοῦναι δίκην Arist.Rh. 1398b26
;ψευδομαρτύρια τὰ ἐξ Ἀ. πάγου Id.Ath.59.6
.—The compd. [full] Ἀρειόπᾰγος only in a late [dialect] Att. Inscr., IG3.1005; but we find the noun [full] Ἀρεοπᾰγίτης ( [full] Ἀρευ- ib.2.839.7) [ῑ], ου, ὁ, Areopagite, Aeschin.1.81, IG3.746, cf. 635, Arist.Ath.3.6, etc.: prov., Ἀρεοπαγίτου σιωπηλότερος 'as silent as the grave', Them.Or.21.263a;στεγανώτερος Alciphr.1.13
:—Adj. [full] Ἀρεοπᾰγῖτις,βουλή Arist.Ath.41.2
, Alciphr.2.3; [full] Ἀρεοπᾰγῑτικός, ή, όν, Isoc.7 tit., Str.6.1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἄρειος πάγος
-
20 Ἄρης
Ἄρης, ἌρεωςGrammatical information: On the flexion Schwyzer 576Meaning: the god of war; also god of vengeance and oaths (Arcadia, Athens etc., s. Kretschmer Glotta 11, 195ff.); metonym. for `war' (Trümpy Fachausdrücke 152f.).Derivatives: Fem. Ἄρεια in Arc. τὰν Άθάναν τὰν Ἄρειαν; adj. Ἄρειος, Ion. Άρήϊος, Lesb. Άρεύϊος ( Ζεὺς Ἄρειος Epirus, Ἄρειος πάγος Athens, deriv. ᾽Αρεοπαγίτης). Name Άρητάδης (Bechtel Namenstud. 11).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The ancient grammarians and lexicographers (e. g. EM 140) connected ἀρή `Schaden, Unheil, Verderben', cf. ἄρος βλάβος ἀκούσιον H. The connection is improbable: IE origin of such a name is not to be expected. On the flection Schulze Q.454ff., Bechtel (above) and Kretschmer Glotta 15, 197Page in Frisk: 1,138Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Ἄρης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀρεοπαγίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρεοπαγίτης — ο (Α Ἀρεοπαγίτης κ. Ἀρειοπαγίτης) μέλος του Αρείου Πάγου αρχ. αυστηρός και ολιγόλογος (παροιμ., «Άρειοπαγίτου στεγανώτερος») … Dictionary of Greek
Αρεοπαγίτης — ο μέλος του Αρείου Πάγου (του αρχαίου ή του σημερινού) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης — (1ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος, μέλος του Αρείου Πάγου. Μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο, έγινε χριστιανός και φέρεται ως ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Ο Δ. μαρτύρησε στην εποχή του Δομιτιανού. Είναι πολιούχος της Αθήνας και η μνήμη… … Dictionary of Greek
Ἀρεοπαγίται — Ἀρεοπαγίτης masc nom/voc pl Ἀρεοπαγίτᾱͅ , Ἀρεοπαγίτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρεοπαγιτῶν — Ἀρεοπαγίτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρεοπαγίταις — Ἀρεοπαγίτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρεοπαγίτην — Ἀρεοπαγίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρεοπαγίτου — Ἀρεοπαγίτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρεοπαγίτῃ — Ἀρεοπαγίτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek