-
1 Αρεοπαγίτας
Ἀρεοπαγίτᾱς, Ἀρεοπαγίτηςmasc acc plἈρεοπαγίτᾱς, Ἀρεοπαγίτηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
2 Ἀρεοπαγίτας
Ἀρεοπαγίτᾱς, Ἀρεοπαγίτηςmasc acc plἈρεοπαγίτᾱς, Ἀρεοπαγίτηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
Ἀρεοπαγίτας — Ἀρεοπαγίτᾱς , Ἀρεοπαγίτης masc acc pl Ἀρεοπαγίτᾱς , Ἀρεοπαγίτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)