-
1 Απατουρίας
Ἀπατουρίᾱς, Ἀπατούριοςfem acc plἈπατουρίᾱς, Ἀπατούριοςfem gen sg (attic doric aeolic)Ἀπατουρίᾱς, Ἀπατουρίαfem acc plἈπατουρίᾱς, Ἀπατουρίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
2 Ἀπατουρίας
Ἀπατουρίᾱς, Ἀπατούριοςfem acc plἈπατουρίᾱς, Ἀπατούριοςfem gen sg (attic doric aeolic)Ἀπατουρίᾱς, Ἀπατουρίαfem acc plἈπατουρίᾱς, Ἀπατουρίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
3 Ἀπατουρία
Ἀπᾰτουρία, ἡ, title of Aphrodite at Troezen, Paus.2.33.1:—also [full] Ἀπατούρη IPE2.28 ([place name] Panticapaeum); [full] Ἀπατουριάς ib.352 ([place name] Phanagoria):—also [full] Ἀπάτουρον (leg. - ούριον) τὸ τῆς Ἀφροδίτης ἱερόν, at Phanagoria, Str.11.2.10. (ἀ- copul., πατήρ, cf. ὁμοπάτορες.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀπατουρία
-
4 Άπατούρια
Grammatical information: n.pl.Meaning: the feast `Apatouria'. As name of Aphrodite Άπατουρία, Άπατουριάς, also (retrogr.) Άπατούρη (Troizen, Pantikapaion, Phanagoria); further Άπάτουρον `τὸ τῆς Άφροδίτης ἱερόν' (Str. 11, 2, 10). Ferner the month name Άπατουριών, - εών, also Άπατοριών (Amorgos).Etymology: Old celebration of the Ionians, where the new members were accepted in the phratries. On the epithets of Aphrodite s. above. From α copulativum and πατήρ, through an adjective *ἀπάτουρος; Kretschmer Glotta 2, 210; 4, 336. The adj from *ἀπατορϜος = ὁμοπάτωρ `of the same father'. The F connected with Skt. pítr̥vya- `fathers brother', Lat. patruus id. etc.; s. μητρυια. - Differently Szemerényi Gnomon 43 (1971) 656.Page in Frisk: 1,118-119Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Άπατούρια
См. также в других словарях:
Ἀπατουρίας — Ἀπατουρίᾱς , Ἀπατούριος fem acc pl Ἀπατουρίᾱς , Ἀπατούριος fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀπατουρίᾱς , Ἀπατουρία fem acc pl Ἀπατουρίᾱς , Ἀπατουρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας Πιτθέα, σύζυγος του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα και μητέρα του Θησέα, που τον απέκτησε από τον Ποσειδώνα. Ο θεός της θάλασσας την έκανε δική του, ενώ είχε πάει, μετά από συμβουλή της… … Dictionary of Greek
σφαίρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ηνίοχος του Πέλοπα. Μετά τοn θάνατό του τον θάψανε στο μικρό νησί που βρίσκεται κοντά στην Τροιζηνία και ονομάζεται γι’ αυτό Σφαιρία. Η κόρη του Πιθέα, βασιλιά της Τροιζήνας, έπειτα από όνειρο, έκανε στον τάφο του σπονδές… … Dictionary of Greek