-
1 ἉΓος
ἉΓος, εος. ion. ἄγος (aber falsch in dem Att.), τό (ἅζω), l) eigtl. Verehrung, Scheu; was Gegenstand heiliger Scheu ist; jedes einer Sühnung bedürftige Verbrechen, u. wer ein solches begangen hat; ἅγος πατρῴων ϑεῶν Aesch. Sept. 1008, ein ruchloser Frevler gegen die heimischen Götter; vgl. Ch. 153 Eum. 161; ἀπεύχετον, βλοσυρόν Suppl. 370; Soph. O. R. 1426; ἅγος φεύγειν, das Verbrechen meiden, Ant. 256. Auch in Prosa, ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσϑαι Her. 6, 56, mit einer Blutschuld behaftet sein; τὸ ἅγος ἐλαύνειν τῆς ϑεοῠ Thuc. 1, 126. 135. 2, 13, die Blutschuld durch Verbannung der Verbrecher sühnen, s. ἁγηλατέω; ἅγη καὶ μιασμοὶ καϑαρμῶν δεόμενοι Plut. Sol. 12; ἅγος ἡγεῖται μέγα πατρὸς φονεῖ διαλέγεσϑαι Brut. 4; ἅγος καὶ μύσος App. B. C. 2. – 2) Sühnopfer, Soph. frg. 703; Ant. 771 ὡς ἅγος erkl. Schol. κάϑαρσις, eigentlich um schwere Schuld zu vermeiden.
-
2 αγός
-
3 ἄγος
1 pollution, guilt,ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι Hdt.6.56
;ἄ. ἐκθύσασθαι 6.91
;ἄ... κεκτήσεται θεῶν A.Th. 1022
;ἄ. αἱμάτων ἀρέσθαι Id.Eu. 168
, cf. AP 7.268 ([place name] Plato);ἄ. φυλάσσεσθαι A.Supp. 375
; ;ὅθεν τὸ ἄ. συνέβη τοῖς Συβαρίταις Arist.Pol. 1303a30
;ἄ. ἀφοσιώσασθαι Plu.Cam.18
: in concrete sense, the person or thing accursed, S.OT 1426; ἄ. ἐλαύνειν, = ἀγηλατεῖν, Th.1.126.3 ἄγεα· τεμένεα, and ἀγέεσσι· τεμένεσι, Hsch.; ἄγη· τὰ μυστήρια, AB212. ( ἅγος ([etym.] τὸ καθαρόν, σέβασμα) postulated by Gramm. (cf. ἅγιος ἐκ τοῦ ἅγος γέγονεν Et.Gud.) is not found, unlessἄγος 3
be a dialectic form.)------------------------------------ -
4 άγος
ἄγοςany matter of religious awe: neut nom /voc /acc sg——————ἄγοςany matter of religious awe: neut nom /voc /acc sg -
5 αγος...
ἄγος...ἅγος, ἄγος1) тяжкая вина (навлекающая проклятье)(ἅγη καὴ μιασμοί Plut.)
ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι Her. — подлежать проклятью;ἄ. σφι ἐγένετο Her. — над ними нависло проклятье;ἄ. φυλάσσου Aesch. — берегись, как бы проклятье не пало на тебя;ἄ. θεῶν πατρῴων Aesch. — преступление против отечественных богов;τὸ ἄ. ἐλαύνειν Thuc., Plut. — изгнать преступника из своей среды
3) искупление вины, очищениеτοσοῦτον, ὅσον ἄ. μόνον (sc. ἐστίν) Soph. — столько, сколько требует искупление, т.е. чтобы не навлечь на себя проклятья
4) благоговейный страх, благоговение(μέγα θεῶν ἄ. HH.)
-
6 ἄγος
Grammatical information: n.Meaning: `pollution, guilt, also `expiation' (Hdt.), ἄγεα τεμένη H. (Lesbian? Bechtel Dial. 1, 115).Compounds: ἐν-αγής `under a curse, or pollution' (Hdt.)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Mostly connected with Skt. ā́gas- n. `fault, sin', but the long vowel of Sanskrit is difficult. Explanation as psilotic form of *ἅγος belonging with ἅγιος preferred by Chantraine - Masson, FS Debrunner 85-107; but the psilosis is unexpected (not "so as to distinguish it from ἅγιος").Page in Frisk: 1,14Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄγος
-
7 ἈΓός
ἈΓός, ὁ. Führer, Heerführer, Il. oft; Pind. N. 1, 51; Aesch. Suppl. 245; Eur. Rhes. 29, u. sp. D.
-
8 ἀγός
1 leader, chiefταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμον ἀθρόοι N. 1.51
-
9 ἀγός
-
10 ἀγός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγός
-
11 ἀγός
ἀγός, Führer, Heerführer -
12 ἄγος
ἄγος, Befleckung, schweres Verbrechen, Blutschuld, Frevler -
13 ἅγος
-
14 αγος
I.(ᾰ) ὅ предводитель, вождь Hom., Pind., Aesch., Eur., Anth.II.ἅγος, ἄγος1) тяжкая вина (навлекающая проклятье)(ἅγη καὴ μιασμοί Plut.)
ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι Her. — подлежать проклятью;ἄ. σφι ἐγένετο Her. — над ними нависло проклятье;ἄ. φυλάσσου Aesch. — берегись, как бы проклятье не пало на тебя;ἄ. θεῶν πατρῴων Aesch. — преступление против отечественных богов;τὸ ἄ. ἐλαύνειν Thuc., Plut. — изгнать преступника из своей среды
3) искупление вины, очищениеτοσοῦτον, ὅσον ἄ. μόνον (sc. ἐστίν) Soph. — столько, сколько требует искупление, т.е. чтобы не навлечь на себя проклятья
4) благоговейный страх, благоговение(μέγα θεῶν ἄ. HH.)
-
15 ἀγός
Βλ. λ. αγός -
16 ἁγός
Βλ. λ. αγός -
17 ἄγος
Βλ. λ. άγος -
18 ἅγος
Βλ. λ. άγος -
19 άγος
το святотатство, кощунство (о поступке) -
20 άγος
günah, lanet
См. также в других словарях:
ἁγός — ἀγός , ἀγός leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγός — leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγος — any matter of religious awe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅγος — ἄγος any matter of religious awe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
ἄγει — ἄγος any matter of religious awe neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄγεϊ , ἄγος any matter of religious awe neut dat sg (epic ionic) ἄγος any matter of religious awe neut dat sg ἄγω lead pres ind mp 2nd sg ἄγω lead pres ind act 3rd sg ἄ̱γει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπάταξ — άγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αντηχεί από τον θόρυβο, από ποδοκροτήματα χορευτών, από χειροκροτήματα θεατών («πολυπάταγα θυμέλαν», Πρατίν. Λυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + παταξ, αγος (< πάταγος)] … Dictionary of Greek
πυκνορράξ — ᾱγος, και πυκνόρραξ, αγος, και πυκνορρώξ, ῶγος, ὁ, Α αυτός που έχει πυκνές ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ῥάξ / ῥώξ «ρώγα»] … Dictionary of Greek
τεκνάρπα — αγος, ὁ, Μ αυτός που αρπάζει παιδιά, απαγωγέας παιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + ἅρπαξ, αγος] … Dictionary of Greek
υδράρπαξ — άγος, ὁ, Α είδος χρονομέτρου με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ἅρπαξ, αγος] … Dictionary of Greek