-
1 αθλ'
-
2 ἆθλ'
-
3 ἀθλεύω
A- εύσω A.Pr.95
(anap.), Q.S. 4.113, Nonn.D.37.557:— contend for a prize, abs.,ἀεθλεύειν προκαλίζετο Il.4.389
, cf. 23.274, 737, Hes.Th. 435; once in Hdt.5.22: [var] contr. ἀθλ-, once in Hom., ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος struggling or suffering for him, Il.24.734; once in Pl.,ἐν ἀγῶνι ἀ. Lg. 873e
; but Trag. always use ἀθλέω, exc. A. l.c. -
4 ἀθλέω
Aἀέθλεον Hdt.1.67
, 7.212: [tense] aor. ἤθλησα (v. infr.): [tense] pf.ἤθληκα Plu.Demetr.5
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐνηθλησάμην AP7.117
(Zenod.):—[voice] Pass., [tense] pf.κατήθλημαι Suid.
: ([etym.] ἆθλος, ἆθλον):—commoner form of foreg., used by Hom. only in [tense] aor. part., Λαομέδοντι.. ἀθλήσαντε having contended with him, Il.7.453; πολλάπερ ἀθλήσαντα having gone through many struggles, 15.30; contend in battle, Hdt.7.212;πρός τινα 1.67
;ἀ. ἄθλους, ἀ. κατὰ τὴν ἀγωνίαν Pl.Ti. 19c
and b, cf. Lg. 830a; ἤθλησα κινδυνεύματα have engaged in perilous struggles, S.OC 564;φαῦλον ἀθλήσας πόνον E.Supp. 317
;ἀ. τῷ σώματι Aeschin.2.147
. -
5 ἀθλητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθλητέον
-
6 ἀθλητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθλητήρ
-
7 ἀθλητής
A combatant, champion; esp. in games, Pi.N.5.49, 10.51 (in form ἀεθλ-), cf. Pl.R. 410b, IG4.1508B (Epid.), etc.: of Christian martyrs, Epist.Gall. ap. Jul.454d, cf. JRS10.53.II c. gen. rei, practised in, master of, ;τῶν καλῶν ἔργων D.25.97
; βδελυρίας Theopomp. Hist.217; τῶν ἔργων (sc. τῶν πολεμικῶν) Arist.Pol. 1321a26;τῆς ἀληθινῆς λέξεως D.H.Dem.18
;πάσης ἀρετῆς D.S.9.1
;οἵους ἡ γῆ τοὺς ἑαυτῆς ἀ. ἀποτελεῖ Philostr.Im.2.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθλητής
-
8 ἀθλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθλητικός
-
9 ἄθλημα
ἄθλ-ημα, τό, -
10 ἄθλησις
ἄθλ-ησις, ἡ,A contest, combat, esp. of athletes, Plb.5.64.6, SIG1073.24 ([place name] Olympia), IG14.1102: pl., Phld.Mus.p.14 K.; κατὰ τὴν ἄ. 'in the athletic world', CPHerm. 119<*>iii 13 (iii A. D.); training, practice, D.S.3.33.2 generally, struggle, trial,ἄ. ὑπομένειν Ep.Heb.10.32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄθλησις
-
11 ἀθλητής
ἀθλητής, ὁ, dasselbe, bes. der Wettkämpfer in den gymnischen Spielen, Athlet, Plat. οἱ περὶ τὸ σῶμα ἀϑλ. Hipp. min. 364 a; von Pferden, Parm. 137 a; wie Lys. 19, 63. Häufig übertr., durch Uebung Meister in etwas geworden, oft dem bloßen Theoretiker entgegengesetzt, τῆς ἀγωνιστικῆς περὶ λόγους ἦν ἀϑλ. Plat. Soph. 231 e; πολέμου Rep. VIII, 543 b; τῶν κατὰ πόλεμον ἔργων Pol. 15, 9, 4; καλῶν ἔργων Dem. 25, 97; von Schiffern, Pol. 1, 59, 12.
-
12 στίβος
[стивос] ουσ. а. (αθλ.) беговая дорожка, спортивная площадка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στίβος
-
13 гантель
[γκανπέλ'] ουσ. θ. (αθλ.) αλτήρας -
14 στίβος
[стивос] ουσ α (αθλ.) беговая дорожка, спортивная площадка. -
15 гантель
[γκανπέλ'] ουσ θ (αθλ.) αλτήρας -
16 гиг
-а α. (αθλ.) μικρή βάρκα. -
17 жюри
άκλ.1. ουδ. (αθρσ.) οι κριτές, η κριτική επιτροπή.2. α. παλ. αθλ. διαιτητής. -
18 корт
-а α. (αθλ.) γήπεδο τένις. -
19 ἀέθλευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀέθλευμα
См. также в других словарях:
ἆθλ' — ἆ̱θλα , ἆθλον prize of contest neut nom/voc/acc pl ἆ̱θλε , ἆθλος contest masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόκεϊ — Ονομασία αθλήματος που παίζεται σε αγωνιστικούς χώρους με χόρτο (γρασίδι) ή πάγο. Εμφανίστηκε στην Αγγλία στα μέσα του 19ου αι. Παίζεται από 2 ομάδες με 11 παίκτες η καθεμία. Υπάρχει και χ. σε πάγο, που παίζεται από 2 ομάδες 6 παικτών. Αγώνας… … Dictionary of Greek
προπονητής — ο, Ν (αθλ.) 1. άτομο ειδικευμένο στην προγύμναση αθλητών στίβου ή αθλητικών ομάδων ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϋ κ.ά., που επιδιώκει τη βελτίωση τής τεχνικής και τη διατήρηση τής καλής σωματικής κατάστασης τών αθλητών του και την επίτευξη όσο το… … Dictionary of Greek
ριμπάουντ — το, Ν άκλ. 1. (κυρίως στην καλαθοσφαίριση) αναπήδηση που κάνει ένας αθλητής προκειμένου να πάρει την μπάλα μετά από αποτυχημένη βολή προς το καλάθι 2. φρ. α) «επιθετικό ριμπάουντ» (αθλ.) ριμπάουντ που κερδίζει ο καλαθοσφαιριστής μετά από… … Dictionary of Greek
αερολέσχη — Κέντρο όπου εκπαιδεύονται πιλότοι της πολιτικής αεροπορίας. Μέλη της α. έχουν ιδιαίτερη επίδοση στην πτήση με αεροπλάνα χωρίς κινητήρα ή στην πτώση με αλεξίπτωτο ή και στην κατασκευή μοντέλων αεροσκαφών (βλ. λ. αερομοντελισμός). Οι α.… … Dictionary of Greek
αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα … Dictionary of Greek
αλεξιπτωτισμός — ο (Αθλ.) το αεράθλημα τής καθόδου με αλεξίπτωτο από μεγάλο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξίπτωτο + κατάλ. ισμός. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ., γαλλ. parachutisme] … Dictionary of Greek
βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… … Dictionary of Greek
επαναξιφισμός — ο (αθλ.) ο ξιφισμός που γίνεται (μία ή και δύο φορές) μετά την απόκρουση τού αντιξιφισμού … Dictionary of Greek
ημίχρονο — το (αθλ.) καθένα από τα δύο ισόχρονα τμήματα ενός αθλητικού αγώνα ομαδικού αθλήματος (όπως τού ποδοσφαίρου, τής καλαθόσφαιρας κ.ά.), μεταξύ τών οποίων παρεμβάλλεται ολιγόχρονο διάλειμμα που διαιρεί τον αγώνα σε α και β ημίχρονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι … Dictionary of Greek
ισοφαρίζω — (ΑΜ ἰσοφαρίζω) 1. εξισώνω ποσοτικά κάτι προς κάτι άλλο, αντισταθμίζω («ισοφαρίζω τα έξοδά μου προς τα έσοδα») 2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσος ποσοτικά με κάποιον («κέρδη και ζημίες ισοφαρίζουν») νεοελλ. (αθλ.) επιτυγχάνω το ίδιο αποτέλεσμα στη… … Dictionary of Greek