Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἆθλ'

См. также в других словарях:

  • ἆθλ' — ἆ̱θλα , ἆθλον prize of contest neut nom/voc/acc pl ἆ̱θλε , ἆθλος contest masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόκεϊ — Ονομασία αθλήματος που παίζεται σε αγωνιστικούς χώρους με χόρτο (γρασίδι) ή πάγο. Εμφανίστηκε στην Αγγλία στα μέσα του 19ου αι. Παίζεται από 2 ομάδες με 11 παίκτες η καθεμία. Υπάρχει και χ. σε πάγο, που παίζεται από 2 ομάδες 6 παικτών. Αγώνας… …   Dictionary of Greek

  • προπονητής — ο, Ν (αθλ.) 1. άτομο ειδικευμένο στην προγύμναση αθλητών στίβου ή αθλητικών ομάδων ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϋ κ.ά., που επιδιώκει τη βελτίωση τής τεχνικής και τη διατήρηση τής καλής σωματικής κατάστασης τών αθλητών του και την επίτευξη όσο το… …   Dictionary of Greek

  • ριμπάουντ — το, Ν άκλ. 1. (κυρίως στην καλαθοσφαίριση) αναπήδηση που κάνει ένας αθλητής προκειμένου να πάρει την μπάλα μετά από αποτυχημένη βολή προς το καλάθι 2. φρ. α) «επιθετικό ριμπάουντ» (αθλ.) ριμπάουντ που κερδίζει ο καλαθοσφαιριστής μετά από… …   Dictionary of Greek

  • αερολέσχη — Κέντρο όπου εκπαιδεύονται πιλότοι της πολιτικής αεροπορίας. Μέλη της α. έχουν ιδιαίτερη επίδοση στην πτήση με αεροπλάνα χωρίς κινητήρα ή στην πτώση με αλεξίπτωτο ή και στην κατασκευή μοντέλων αεροσκαφών (βλ. λ. αερομοντελισμός). Οι α.… …   Dictionary of Greek

  • αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα …   Dictionary of Greek

  • αλεξιπτωτισμός — ο (Αθλ.) το αεράθλημα τής καθόδου με αλεξίπτωτο από μεγάλο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξίπτωτο + κατάλ. ισμός. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ., γαλλ. parachutisme] …   Dictionary of Greek

  • βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… …   Dictionary of Greek

  • επαναξιφισμός — ο (αθλ.) ο ξιφισμός που γίνεται (μία ή και δύο φορές) μετά την απόκρουση τού αντιξιφισμού …   Dictionary of Greek

  • ημίχρονο — το (αθλ.) καθένα από τα δύο ισόχρονα τμήματα ενός αθλητικού αγώνα ομαδικού αθλήματος (όπως τού ποδοσφαίρου, τής καλαθόσφαιρας κ.ά.), μεταξύ τών οποίων παρεμβάλλεται ολιγόχρονο διάλειμμα που διαιρεί τον αγώνα σε α και β ημίχρονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι …   Dictionary of Greek

  • ισοφαρίζω — (ΑΜ ἰσοφαρίζω) 1. εξισώνω ποσοτικά κάτι προς κάτι άλλο, αντισταθμίζω («ισοφαρίζω τα έξοδά μου προς τα έσοδα») 2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσος ποσοτικά με κάποιον («κέρδη και ζημίες ισοφαρίζουν») νεοελλ. (αθλ.) επιτυγχάνω το ίδιο αποτέλεσμα στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»