Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἅρματ'

См. также в других словарях:

  • ἄρματ' — ἄρματα , ἄρμα that which one takes neut nom/voc/acc pl ἄρματι , ἄρμα that which one takes neut dat sg ἄρματε , ἄρμα that which one takes neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅρματ' — Ἅρματα , Ἅρμα neut nom/voc/acc pl Ἅρματι , Ἅρμα neut dat sg Ἅρματε , Ἅρμα neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅρματ' — ἅρματα , ἅρμα chariot neut nom/voc/acc pl ἅρματι , ἅρμα chariot neut dat sg ἅρματε , ἅρμα chariot neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτηματίτης — κτηματίτης, ὁ (AM) κάτοχος πολλών κτημάτων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + κατάλ. ίτης (πρβλ. αρματ ίτης, δωματ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • φυσηλάτης — ὁ, Α αυτός που βάζει σε κίνηση τα φυσερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ἁρματ ηλάτης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»