-
1 ἁρματ-ηλάτης
ἁρματ-ηλάτης, ὁ, 1) der Wagenlenker, Pind. P. 5, 115; Xen. Cyr. 6, 1, 15 u. Sp. – 2) der Wagenkämpfer, Soph. El. 697.
-
2 ἁρματηλάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρματηλάτης
-
3 ἁρματηλάτης
ἁρματ-ηλάτης, (1) der Wagenlenker. (2) der Wagenkämpfer -
4 αρματηλατης
См. также в других словарях:
φυσηλάτης — ὁ, Α αυτός που βάζει σε κίνηση τα φυσερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ἁρματ ηλάτης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek