-
1 ἁλία [2]
-
2 ἁλία
-
3 ἁλία
-
4 παρ-αλία
παρ-αλία, ἡ, Gegend am Meeresufer.
-
5 παρα-πέτομαι
παρα-πέτομαι (s. πέτομαι), daneben-, vorüberfliegen, übertr., ἁ δ' εὐήρετμος ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα, Soph. O. C. 721; παρέπτατο, herbeifliegen, Ar. Thesm. 1014; ἢν παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); u. in Prosa, παραπετομένη, Arist. H. A. 6, 6.
-
6 ἅλιος [2]
ἅλιος, 1) vom Meere, zum Meere gehörig, γέρων, Meergreis, Hom. z. B. Od. 4, 349; ἀϑανάτῃς ἁλίῃσιν Iliad. 18, 86, ἀλλάων ἁλιάων 432, ἅλιαι ϑεαί 24, 84, Nereiden, wie ἅλιος für Poseidon Secund. 1 ( Plan. 214); ψάμαϑοι Od. 3, 38; – Pind. γέρων P. 9, 97, κόραι Νηρῆος Ol. 2, 32, πρύμναι 9, 78; κῠμα Aesch. Suppl. 14 Eur. Hel. 1321, οἶδμα 520, selbst πέλαγος Andr. 994; πρῶνα Aeschyl. Pers. 129, ήϊό-νες Eur. Tr. 825; Soph. νύμφαι Phil. 1456, πλάτη O. C. 720; Ai. 351, wo Herm. ἅλιος schreibt; Eur. Heracl. 83; Eur. wie sp. D. oft. – 2) nichtig, vergeblich, μάταιος (weil das Meer unfruchtbar ist), ohne Wirkung, oft Hom., meist als Prädicatsnomen, z. B. οὐχ ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός Iliad. 5, 18, οὐχ ἅλιον βέλος ἧκε 4, 498, χειρὸς ἄπο ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα 14, 455, ἅλιον στρατὸν ἤγαγεν ἐνϑάδε 4, 179, ἅλιον ϑεῖναι πόνον 4, 26; ἅλιον τὸν μῠϑον ὑπέστημεν Μενελάῳ 5, 715; ἅλιον ἔπος ἔκβαλον 18, 324; οὐδ' ἅλιον ἔπος ἔσσεται 24, 92; ἅλιον πέλει ὅρκιον 4, 158; οὔ τοι ἔπειϑ' ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται Od. 2, 273 vgl. 318; ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι Iliad. 10, 324; – ἅλιον vielleicht advb. Iliad. 13, 505 vgl. 16, 615; vgl. Soph. O. C. 1468 ch., wo Herm. des Metrums wegen ἅλια ändert; ἁλίως Soph. Phil. 829.
-
7 παραλία
παρ-αλία, ἡ, Gegend am Meeresufer
См. также в других словарях:
Ἁλία — Ἁλίᾱ , Ἁλίη fem nom/voc/acc dual Ἁλίᾱ , Ἁλίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλία — ἁ̱λίᾱ , ἅλιος 1 of the sea fem nom/voc/acc dual ἁ̱λίᾱ , ἅλιος 1 of the sea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἁλίᾱ , ἅλιος 2 fruitless fem nom/voc/acc dual ἁλίᾱ , ἅλιος 2 fruitless fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἁλίᾱ , ἁλία assembly of … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλίᾳ — ἁ̱λίᾱͅ , ἅλιος 1 of the sea fem dat sg (attic doric aeolic) ἁλίᾱͅ , ἅλιος 2 fruitless fem dat sg (attic doric aeolic) ἁλίαι , ἁλία assembly of people fem nom/voc pl ἁλίᾱͅ , ἁλία assembly of people fem dat sg (attic doric aeolic) ἁλίᾱͅ , ἁλίη fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλία — I Ονομασία της εκκλησίας του δήμου σε πολλές δωρικές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη. H α. δεν είχε απεριόριστη εξουσία όπως η εκκλησία του δήμου στην εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας. II (halia). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά … Dictionary of Greek
Ἁλίᾳ — Ἁλίαι , Ἁλίη fem nom/voc pl Ἁλίᾱͅ , Ἁλίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιᾶ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλιά — Ἁλιάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιά — ἅλιας fem voc sg ἁλιάς of fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλια — ἅ̱λια , ἅλιος 1 of the sea neut nom/voc/acc pl ἅ̱λια , ἅλιος 1 of the sea neut nom/voc/acc pl ἅλιος 2 fruitless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(κ)αλία — κακ(κ)αλία, ἡ (Α) 1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό 2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς] … Dictionary of Greek
Ιζετμπέκοβιτς, Αλία — (Aliyia Izetbegovic, Βοσάνσκι, Σάμακ 1925 –). Βόσνιος πολιτικός. Σπούδασε νομικά και σταδιοδρόμησε αρχικά ως νομικός σύμβουλος σε διάφορες εταιρείες και κατόπιν ως πολιτικός. Συγκρούστηκε με την ηγεσία του Κομουνιστικού Κόμματος, από το οποίο… … Dictionary of Greek