Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ψάμαϑοι

См. также в других словарях:

  • ψάμαθοι — ψάμαθος sand of the sea shore fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλονώ — (AM κλονῶ, έω) [κλόνος] ταράζω, προκαλώ απώλεια σταθερότητας, κλονίζω* (α. «ψάμαθοι κύμασιν ριπαῖς τ ἀνέμων κλονέονται», Πίνδ. β. «πάθη κλονεῖν τὴν ψυχήν», Φίλ.) αρχ. 1. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση ή τρέπω σε φυγή («Ἕκτορα δ ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ… …   Dictionary of Greek

  • ψάμαθος — ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. η άμμος τής παραλίας 2. η άμμος ποταμού 3. στον πληθ. αἱ ψάμαθοι α) σωρός άμμου β) κόκκοι άμμου 4. παροιμ. φρ. «ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε» αμέτρητα σαν την άμμο τής θάλασσας (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»