-
1 σχιστος
3[adj. verb. к σχίζω См. σχιζω]1) расколотый, разветвленныйσχιστέ ὁδός Soph. — распутье, перекресток
2) имеющий вырез(ἄντυξ Eur.)
3) имеющий раздвоенные копыта (sc. ζῷον Plat.)4) раздельноперый(πτερόν Arst.)
5) колющийся, делящийсяσ. κατὰ μῆκος Arst. — делящийся продольно, т.е. слоистый
-
2 σχιστός
η, ό[ν]1) расщеплённый, расколотый; лопнувший, треснувший; 2) порванный, разорванный, разодранный, изодранный; 3) разодранный, изодранный (в кровь), израненный; 4) разрезанный; рассечённый;φόρεμα σχιστό πίσω (μπρος) — платье с разрезом сзади (спереди);
5) разветвлённый (о дороге, реке);6) мед. вскрытый (о нарыве) -
3 σχιστός
[схистос] яг. расколотый, разорванный. -
4 ασχιστος
21) с нерасщепленным копытом, непарнокопытный (sc. ζῷον Arst.)2) неразделившийся, неразделенный(ταὐτοῦ καὴ ὁμοίου περιφορά Plat.; δάκτυλοι Arst.)
3) неделимый Arst. -
5 ευσχιστος
-
6 ολοσχιστος
-
7 πολυσχιστος
-
8 σκιστός
η, ό[ν] см. σχιστός
См. также в других словарях:
σχιστός — σχιστός, ή, ό και σκιστός, ή, ό αυτός που έχει σχισμή: Φοράει σχιστό σακάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχιστός — cloven masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιστός — ή, ό / σχιστός, ή, όν, ΝΑ, και σκιστός, ή, ό, Ν [σχίζω] 1. χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή οδός» σημερινή ονομασία τού δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο) 2 … Dictionary of Greek
σχιστά — σχιστός cloven neut nom/voc/acc pl σχιστά̱ , σχιστός cloven fem nom/voc/acc dual σχιστά̱ , σχιστός cloven fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιστῶν — σχιστός cloven fem gen pl σχιστός cloven masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιστόν — σχιστός cloven masc acc sg σχιστός cloven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχισταῖς — σχιστός cloven fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχισταί — σχιστός cloven fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιστοῖς — σχιστός cloven masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιστοί — σχιστός cloven masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιστοῦ — σχιστός cloven masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)