Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄ-σχιστος

См. также в других словарях:

  • σχιστός — σχιστός, ή, ό και σκιστός, ή, ό αυτός που έχει σχισμή: Φοράει σχιστό σακάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχιστός — cloven masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστός — ή, ό / σχιστός, ή, όν, ΝΑ, και σκιστός, ή, ό, Ν [σχίζω] 1. χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή οδός» σημερινή ονομασία τού δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο) 2 …   Dictionary of Greek

  • σχιστά — σχιστός cloven neut nom/voc/acc pl σχιστά̱ , σχιστός cloven fem nom/voc/acc dual σχιστά̱ , σχιστός cloven fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστῶν — σχιστός cloven fem gen pl σχιστός cloven masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστόν — σχιστός cloven masc acc sg σχιστός cloven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχισταῖς — σχιστός cloven fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχισταί — σχιστός cloven fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστοῖς — σχιστός cloven masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστοί — σχιστός cloven masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιστοῦ — σχιστός cloven masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»