-
1 ευσχιστος
-
2 ευσχιδης
См. также в других словарях:
εύσχιστος — εὔσχιστος, ον (ΑΜ) 1. ευκολόσχιστος 2. (για τον κάλαμο τής γραφίδας) αυτός που είναι καλά σχισμένος στο οξύ άκρο, καλοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιστός (< σχίζω)] … Dictionary of Greek
εὔσχιστος — easy to split masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔσχιστον — εὔσχιστος easy to split masc/fem acc sg εὔσχιστος easy to split neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχίστου — εὔσχιστος easy to split masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔσχιστα — εὔσχιστος easy to split neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσχιδής — εὐσχιδής, ές (ΑΜ, Α και ἐϋσχιδής) εύσχιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιδης (< θ. σχίδ τού σχίζω), πρβλ. νεο σχιδής, πολυ σχιδής] … Dictionary of Greek