-
1 ατρεκιη
-
2 ατρεκεια
ион. ἀτρεκείη и ἀτρεκίη ἥ истина, правда(ἀτρέκειαν εἰπεῖν Pind.; ἀτρέκειάν τινος εἰδέναι Her.)
-
3 πολυσχιστος
См. также в других словарях:
ατρέκεια — ἀτρέκεια και ιων. τ. ἀτρεκίη, κείη, κηΐη, η (Α) [ατρεκής] 1. αλήθεια, πραγματικότητα, βεβαιότητα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) τὴν ἀτρέκειαν με βεβαιότητα 3. (στον Πίνδαρο) προσωποποίηση της δικαιοσύνης … Dictionary of Greek