-
1 σφακτός
σφακτός, geschlachtet, gemordet, σφακτὰν δαῖτα Eur. Hec. 1077.
-
2 σφακτος
3[adj. verb. к σφάζω См. σφαζω] заколотый, зарезанный -
3 σφακτός
σφακτός, geschlachtet, gemordet -
4 σφακτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφακτός
-
5 πρωτό-σφακτος
πρωτό-σφακτος, zuerst geschlachtet, gemordet, Lycophr. 329.
-
6 νεό-σφακτος
νεό-σφακτος, = νεοσφαγής, αἷμα, Arist. H. A. 7, 1.
-
7 ἄ-σφακτος
-
8 σφακτά
σφακτόςslain: neut nom /voc /acc plσφακτά̱, σφακτόςslain: fem nom /voc /acc dualσφακτά̱, σφακτόςslain: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 σφακτόν
σφακτόςslain: masc acc sgσφακτόςslain: neut nom /voc /acc sg -
10 σφακτών
-
11 σφακτῶν
-
12 ασφακτος
-
13 νεοσφακτος
-
14 σφακτού
-
15 σφακτοῦ
-
16 νεόσφακτος
νεό-σφακτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόσφακτος
-
17 πολύσφακτος
A much-pulsating).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύσφακτος
-
18 πρωτόσφακτος
πρωτό-σφακτος, ον,A slaughtered first, Lyc.329.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτόσφακτος
-
19 sa-pa-ka-te-ri-ja
subst. n. nom. pl. KN С 941: sphaktēria 'жертвы'; ср. σφακτός 'заколотый, зарезанный', ср. также название о. Σφακτηρία у побережья Мессении. -
20 ἄσφακτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σφακτός — ή, όν, Α βλ. σφαχτός … Dictionary of Greek
σφακτά — σφακτός slain neut nom/voc/acc pl σφακτά̱ , σφακτός slain fem nom/voc/acc dual σφακτά̱ , σφακτός slain fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακτῶν — σφακτός slain fem gen pl σφακτός slain masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακτόν — σφακτός slain masc acc sg σφακτός slain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακτοῦ — σφακτός slain masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόσφακτος — ον, Α αυτός που σφάχθηκε πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σφακτός (< σφάζω), πρβλ. νεό σφαχτος] … Dictionary of Greek
σφαχτός — ή, ό / σφακτός, ή, όν, ΝΑ [σφάζω] αυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σφαχτό α) το σφάγιο, το σφαχτάρι β) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή … Dictionary of Greek