Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄσφακτος

См. также в других словарях:

  • ἄσφακτος — unslaughtered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσφακτος — και άσφαχτος και άσφαγος, η, ο (AM ἄσφακτος, ον) αυτός που δεν έχει σφαχτεί …   Dictionary of Greek

  • άσφαχτος — άσφακτος* …   Dictionary of Greek

  • ἀσφάκτοις — ἄσφακτος unslaughtered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφάκτου — ἄσφακτος unslaughtered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσφαγος — η, ο άσφακτος* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»