-
1 σφακτος
3[adj. verb. к σφάζω См. σφαζω] заколотый, зарезанный -
2 ασφακτος
-
3 νεοσφακτος
-
4 sa-pa-ka-te-ri-ja
subst. n. nom. pl. KN С 941: sphaktēria 'жертвы'; ср. σφακτός 'заколотый, зарезанный', ср. также название о. Σφακτηρία у побережья Мессении.
См. также в других словарях:
σφακτός — ή, όν, Α βλ. σφαχτός … Dictionary of Greek
σφακτά — σφακτός slain neut nom/voc/acc pl σφακτά̱ , σφακτός slain fem nom/voc/acc dual σφακτά̱ , σφακτός slain fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακτῶν — σφακτός slain fem gen pl σφακτός slain masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακτόν — σφακτός slain masc acc sg σφακτός slain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακτοῦ — σφακτός slain masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόσφακτος — ον, Α αυτός που σφάχθηκε πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σφακτός (< σφάζω), πρβλ. νεό σφαχτος] … Dictionary of Greek
σφαχτός — ή, ό / σφακτός, ή, όν, ΝΑ [σφάζω] αυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σφαχτό α) το σφάγιο, το σφαχτάρι β) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή … Dictionary of Greek