-
1 ασφακτος
-
2 άσφακτος
η, ο [ος, ον ] незарезанный, незаколотый -
3 άσφαγος
η, ο см. άσφακτος -
4 άσφαχτος
η, ο см. άσφακτος
См. также в других словарях:
ἄσφακτος — unslaughtered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσφακτος — και άσφαχτος και άσφαγος, η, ο (AM ἄσφακτος, ον) αυτός που δεν έχει σφαχτεί … Dictionary of Greek
άσφαχτος — άσφακτος* … Dictionary of Greek
ἀσφάκτοις — ἄσφακτος unslaughtered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφάκτου — ἄσφακτος unslaughtered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσφαγος — η, ο άσφακτος* … Dictionary of Greek