-
1 σβεστός
η, ό[ν] см. σβησμένος -
2 σβεστός
A quenched, extinguished, Nonn.D.28.189.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σβεστός
-
3 εὐ-από-σβεστος
εὐ-από-σβεστος, leicht auszulöschen, Artemid. 1, 74.
-
4 εὐ-κατά-σβεστος
εὐ-κατά-σβεστος, leicht auszulöschen, K. S.
-
5 δυς-κατά-σβεστος
δυς-κατά-σβεστος, schwer zu löschen, zu stillen, Plut. Def. orac. 12 u. a. Sp.
-
6 ἀ-κατά-σβεστος
ἀ-κατά-σβεστος, ungelöscht, vom Kalk, Galen.
-
7 ἀν-από-σβεστος
ἀν-από-σβεστος, unauslöschlich.
-
8 ἄ-σβεστος
ἄ-σβεστος, unausgelöscht, unauslöschlich, unvertilgbar, unvergänglich, unaufhörlich; fem. ἀσβέστη φλόξ Iliad. 16, 123, vgl. Scholl. Aristonic. u. Herodian.; φλογὶ ἀσβέστῳ 17, 89; μένος 22, 96; κλέος Od. 4, 584. 7, 333; γέλως Iliad. 1, 599 Od. 8, 326. 20, 346; βοὴ ἄσβεστος Iliad. 11, 50. 500. 530. 13, 169. 540. 16, 267, vgl. Aristoph. Pac. 1287; κλέος Simon. (VII, 251); πῦρ Pallad. 10 (IX, 167); ἀκτίς Pind. I. 3, 60; πόρος Aesch. Prom. 530. Als subst., ἡ, sc. τίτανος, ungelöschter Kalk, Sp.; sc. λίϑος, Asbest, Diosc.
-
9 ἑτοιμό-σβεστος
ἑτοιμό-σβεστος, leicht erlöschend, Sp.
-
10 σβεστόν
σβεστόςquenched: masc acc sgσβεστόςquenched: neut nom /voc /acc sg -
11 σβεστή
σβεστόςquenched: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 σβεστήν
σβεστόςquenched: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 ασβεστος
I1) не гаснущий, неугасимый(φλόξ Hom.; λύχνος Plut.; πῦρ Anth.)
2) немеркнущий(κλέος Hom., Anth.; ἐργμάτων καλῶν ἀκτίς Pind.)
3) неослабевающий, несмолкающий(βοή, γέλως Hom.)
4) неукротимый(μένος Hom.)
5) непрекращающийся, неиссякающий(πόρος Ὠκεανοῦ Aesch.)
IIἥ (sc. τίτανος) негашеная известь Plut.ὅ предполож. асбест Plin. -
14 δυσκατάσβεστος
δυσκατά-σβεστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσκατάσβεστος
-
15 εὐαπόσβεστος
εὐαπό-σβεστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαπόσβεστος
-
16 ἀκατάσβεστος
ἀκατά-σβεστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάσβεστος
-
17 ἀναπόσβεστος
ἀναπό-σβεστος, ον,A inextinguishable, Hecat.Abd.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπόσβεστος
-
18 ἄσβεστος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄσβεστος
-
19 ἀκατάσβεστος
ἀ-κατά-σβεστος, ungelöscht, vom Kalk -
20 ἀναπόσβεστος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σβεστός — ή, ό / σβεστός, ή, όν, ΝΜ σβηστός. επίρρ... σβεστά Ν 1. κατά τρόπο σβεστό, αδύναμα, χωρίς ισχύ 2. φρ. «σβεστά έλκε» ναυτ. πρόσταγμα για την έλξη τών ιστίων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην επενεργεί ο άνεμος πάνω στην επιφάνειά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σβεστόν — σβεστός quenched masc acc sg σβεστός quenched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβεστή — σβεστός quenched fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβεστήν — σβεστός quenched fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατάσβεστος — εὐκατάσβεστος, ον (Α) αυτός που σβήνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σβεστος (< κατα σβέννυμι), πρβλ. α κατά σβεστος, δυσ κατά σβεστος] … Dictionary of Greek
АСБЕСТ — • Asbestos, ασβεστος (несгораемый, разумеется λίθος), зеленовато беловатый камень, амиант или горный лен; из его волокон уже в древности приготовляли asbestum sc. linum, несгораемое полотно. Пеленами из такого полотна римляне… … Реальный словарь классических древностей
εύσβεστος — εὔσβεστος, ον (Α) αυτός που σβήνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σβεστός (< σβέννυμι «σβήνω»)] … Dictionary of Greek
ημίσβεστος — η, ο μισοσβησμένος, όχι εντελώς σβησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σβεστος (< σβέννυ μι «σβήνω»)] … Dictionary of Greek
ՇԻՋԱՆՈՒՏ — (ի, ից.) NBH 2 0478 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա.ն. σβεστικός իբր σβεστός extinguibilis. Շիջական. շիջանելի դիւրաւ. անցաւոր. *Զի թէ այսչափ դառն է շիջանուտ հուրն, որչափ ապա անշէջ հուրն. Վրք. հց. ՟Ի՟Զ: *Ասացեր, թէ զքեզ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)