-
1 σβησμένος
η, ο1) потушенный, погашенный; потухший, погасший; затухший (об огне); угасший (тж. перен.); 2) слабый, приглушённый; утихший, затихший; заглушённый (о звуке); заглохший (о моторе); 3) утолённый (о жажде); успокоенный, смягчённый (о боли, горе); 4) стёртый, вычеркнутый; 5) перен. изглаженный (из памяти); 6) перен. слабый, немощный; 7) гашёный (об извести) -
2 σβησμένος
silinmiş, sönük -
3 silinmiş
σβησμένος -
4 silik
σβησμένος, αφανής -
5 известь
известьж ὁ ἀσβεστης, ἡ ἀσβεστος:гашеная \известь ὁ σβησμένος ἀσβέστης· негашеная \известь ὁ ἀσβέστης, ὁ ἀλυωτος ἀσβέστης. -
6 σβεστός
η, ό[ν] см. σβησμένος -
7 σβηστός
η, ό см. σβησμένος -
8 extinct
[ik'stiŋkt]1) ((of a type of animal etc) no longer in existence: Mammoths became extinct in prehistoric times.) που έχει εκλείψει2) ((of a volcano) no longer active: That volcano was thought to be extinct until it suddenly erupted ten years ago.) σβησμένος• -
9 гашёный
επ.σβηστός, σβησμένος•-ая йз-весть σβησμένη ασβέστη.
-
10 истёртый
επ. από μτχ.τριμμένος φθαρμένος, λιωμένος (από τη χρήση). || μτφ. κοινός, κοινοτοπικός, τετριμμένος, ρουτινιέρικος. || δυσδιάκριτος, σβησμένος•-ая надпись σβησμένη επιγραφή.
-
11 отживший
επ.1. γηραλέος. || μτφ. εξασθενημένος• σβησμένος• κρύος.2. μτφ. παλαιωμένος, (ξε)περασμένος•-ее величие περασμένο μεγαλείο.
3. παλαιός, ασύγχρονος, απαρχαιωμένος•-ие идеи παλαιές ιδέες.
-
12 погашенный
επ. από μτχ.(απο)σβησμένος•погашенный вексель αποσβησμένο γραμμάτιο.
-
13 стёртый
επ. από μτχ.τριμμένος, φθαρμένος• σβησμένος•-ые каменные ступени φθαρμένα πέτρινα σκαλοπάτια•
-ая надпись σβησμένη επιγραφή.
|| μτφ. τετριμμένος, κοινότοπος, -πικός, καθημαξευμένος.
См. также в других словарях:
άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… … Dictionary of Greek
ημίσβεστος — η, ο μισοσβησμένος, όχι εντελώς σβησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σβεστος (< σβέννυ μι «σβήνω»)] … Dictionary of Greek
ολόσβηστος — η, ο εντελώς σβησμένος … Dictionary of Greek
σβηστός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σβήσει, σβησμένος («καθόταν μόνος του με σβηστά τα φώτα») 2. εξασθενημένος, αδύναμος («σβηστή φωνή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβησ τού αορ. έ σβησ α τού σβήνω + κατάλ. τός* τών ρηματ. επιθ.] … Dictionary of Greek
χωρύγι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.) του νομού Κιλκίς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (30 τ. χλμ.). * * * το, Ν σβησμένος ασβέστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐγχωρύγ ιον < ἔγ χωρος + ὀρύσσω + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
ασβέστου, γάλα — Εναιώρημα του υδροξειδίου του ασβεστίου Ca(OH)2 σε νερό. Επειδή o σβησμένος ασβέστης ή υδροξείδιο του ασβεστίου παρασκευάζεται με σβήσιμο του ενεργού ασβέστη με νερό, είναι λίγο διαλυτός στο νερό (ασβεστόνερο) και γι’ αυτό κατά κανόνα προτιμάται… … Dictionary of Greek
κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης … Dictionary of Greek
σβήνομαι — σβήνομαι, σβήστηκα, σβησμένος βλ. πίν. 39 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξίτηλος — η, ο 1. (για χρώματα ή γραφές), που εύκολα σβήνεται, που μπορεί να χάσει το χρώμα του. 2. σβησμένος, ξέθωρος, ξεθωριασμένος. 3. μτφ., εφήμερος, προσωρινός, παροδικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σβήνω — έσβησα, σβήστηκα, σβησμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να σταματήσει να καίγεται ή να φωτίζει: Σβήνω την πυρκαγιά. – Σβήνω το φως. 2. διαγράφω, εξαλείφω: Έσβησαν το όνομά του από τον κατάλογο των υποψηφίων. – Σβήσε αυτή τη λέξη. 3. καταπραΰνω, καλμάρω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σβηστός — ή, ό σβησμένος: Σβηστή λάμπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)