Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σβησμένος

См. также в других словарях:

  • άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… …   Dictionary of Greek

  • ημίσβεστος — η, ο μισοσβησμένος, όχι εντελώς σβησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σβεστος (< σβέννυ μι «σβήνω»)] …   Dictionary of Greek

  • ολόσβηστος — η, ο εντελώς σβησμένος …   Dictionary of Greek

  • σβηστός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σβήσει, σβησμένος («καθόταν μόνος του με σβηστά τα φώτα») 2. εξασθενημένος, αδύναμος («σβηστή φωνή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβησ τού αορ. έ σβησ α τού σβήνω + κατάλ. τός* τών ρηματ. επιθ.] …   Dictionary of Greek

  • χωρύγι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.) του νομού Κιλκίς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (30 τ. χλμ.). * * * το, Ν σβησμένος ασβέστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐγχωρύγ ιον < ἔγ χωρος + ὀρύσσω + επίθημα ιον] …   Dictionary of Greek

  • ασβέστου, γάλα — Εναιώρημα του υδροξειδίου του ασβεστίου Ca(OH)2 σε νερό. Επειδή o σβησμένος ασβέστης ή υδροξείδιο του ασβεστίου παρασκευάζεται με σβήσιμο του ενεργού ασβέστη με νερό, είναι λίγο διαλυτός στο νερό (ασβεστόνερο) και γι’ αυτό κατά κανόνα προτιμάται… …   Dictionary of Greek

  • κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης …   Dictionary of Greek

  • σβήνομαι — σβήνομαι, σβήστηκα, σβησμένος βλ. πίν. 39 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξίτηλος — η, ο 1. (για χρώματα ή γραφές), που εύκολα σβήνεται, που μπορεί να χάσει το χρώμα του. 2. σβησμένος, ξέθωρος, ξεθωριασμένος. 3. μτφ., εφήμερος, προσωρινός, παροδικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σβήνω — έσβησα, σβήστηκα, σβησμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να σταματήσει να καίγεται ή να φωτίζει: Σβήνω την πυρκαγιά. – Σβήνω το φως. 2. διαγράφω, εξαλείφω: Έσβησαν το όνομά του από τον κατάλογο των υποψηφίων. – Σβήσε αυτή τη λέξη. 3. καταπραΰνω, καλμάρω:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σβηστός — ή, ό σβησμένος: Σβηστή λάμπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»