Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄ-μομφος

См. также в других словарях:

  • μόμφος — μόμφος, ὁ (Α) μομφή, μέμψη, κατηγορία, ψόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μομφή με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μόμφος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόμφον — μόμφος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάμομφος — κατάμομφος, ον (Α) 1. άξιος μομφής 2. δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. ά μομφος, επί μομφος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»