-
1 ληκτός
ληκ-τός· καταληπτός, Hsch. -
2 πατρί-ληκτος
πατρί-ληκτος, vom Vater ererbt, B. A. 294.
-
3 σπονδειο-κατά-ληκτος
σπονδειο-κατά-ληκτος, mit einem Spondeus endigend, Schol. Ar. Ran. 243.
-
4 βραχυ-κατά-ληκτος
βραχυ-κατά-ληκτος, mit einer kurzen Sylbe endigend, Gramm.; häufiger, um einen Fuß zu kurz sein, μέτρα Arist. Quint. u. A.
-
5 εὐ-κατά-ληκτος
εὐ-κατά-ληκτος, gut endigend, Eust.
-
6 εὔ-ληκτος
εὔ-ληκτος, bald aufhörend, Luc. Tragod. 324.
-
7 μακρο-παρά-ληκτος
μακρο-παρά-ληκτος, mit langer vorletzter Sylbe, Gramm.
-
8 μακρο-κατά-ληκτος
μακρο-κατά-ληκτος, mit einer langen Sylbe endigend, Gramm.
-
9 δι-χρονο-κατά-ληκτος
δι-χρονο-κατά-ληκτος, sich auf eine syllaba anceps endigend.
-
10 δι-κατά-ληκτος
δι-κατά-ληκτος, mit 2 End., E. M. Bei Hephaest. = doppelt katalektisch, vom Metrum.
-
11 ἀ-κατά-ληκτος
ἀ-κατά-ληκτος, ohne Ende, Ocell. Luc. 4, neben συνεχής; – μέτρα ἀκ., wo der letzte Versfuß vollständig ist, Gramm.
-
12 ὁμοιο-κατά-ληκτος
ὁμοιο-κατά-ληκτος, von ähnlicher Endung, Gramm. u. Schol., z. B. zu Il. 11, 474.
-
13 ἄ-ληκτος
-
14 ἄλ-ληκτος
ἄλ-ληκτος, = ἄληκτος, unaufhörlich, Hom. fünfmal, Od. 12, 325 μῆνα δὲ πάντ' ἄλληκτος ἄη Νότος, Iliad. 9, 636 σοὶ δ' ἄλληκτόν τε κακόν τε ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσι ϑεοὶ ϑέσαν; – 2, 452. 11, 12. 14, 152 ἄλληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσϑαι; – ὀδύναι Soph. Trach. 981; oft bei alex. D.
-
15 ὑπερ-κατά-ληκτος
-
16 ἰσο-κατά-ληκτος
ἰσο-κατά-ληκτος, gleich endigend, Eust.
-
17 ευληκτος
-
18 εὐκατάληκτος
εὐκατά-ληκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκατάληκτος
-
19 ἀκατάληκτος
ἀκατά-ληκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάληκτος
-
20 ὁμοιοκατάληκτος
ὁμοιοκατά-ληκτος, ον,A ending alike, ib.50.25, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοιοκατάληκτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ληκτός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καταληπτός» … Dictionary of Greek
ευκατάληκτος — εὐκατάληκτος, ον (Μ) αυτός που έχει καλή κατάληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ληκτος (< καταλήγω), πρβλ. α κατά ληκτος, ομοιο κατά ληκτος] … Dictionary of Greek
ομοιόληκτος — ὁμοιόληκτος, ον (Α) ομοιοκατάληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + ληκτος (< λήγω), πρβλ. εύ ληκτος] … Dictionary of Greek
σιγμόληκτος — η, ο, Ν 1. αυτός που λήγει σε σίγμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιγμόληκτα γραμμ. ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα, τής αρχαίας Ελληνικής που έχουν χαρακτήρα σ και κλίνονται κατά την τρίτη κλίση, όπως είναι: α) τα αρσενικά ακατάληκτα κύρια… … Dictionary of Greek
συμφωνόληκτος — η, ο, Ν (συν. το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συμφωνόληκτα γραμμ. τα ονόματα και τα ρήματα στα οποία το τελευταίο γράμμα τού θέματος, ο χαρακτήρας, είναι σύμφωνο, λ.χ. φύλακ ος, από ονομ. φύλαξ, και φέρ ω, γράφ ω κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμφωνο + ληκτος… … Dictionary of Greek
υγρόληκτος — και υγρόληχτος, η, ο, Ν γραμμ. (για λέξη) αυτός που το θέμα του έχει χαρακτήρα υγρό σύμφωνο, λ ή ρ, όπως λ.χ. τα ρήματα οφείλ ω, διαφθείρ ω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + ληκτος (< λήγω), πρβλ. συμφωνό ληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι.… … Dictionary of Greek
φωνηεντόληκτος — η, ο, Ν 1. γλωσσ. (για λέξη) αυτός τού οποίου το θέμα λήγει σε φωνήεν 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φωνηεντόληκτα (γλωσσ. γραμμ.) α) κατηγορία τών τριτόκλιτων ουσιαστικών τής Αρχαίας Ελληνικής τών οποίων το θέμα λήγει σε φωνήεν, δηλαδή έχει… … Dictionary of Greek
ACOEMETI — Graecis Α᾿κοίμητοι dicti sunt Monachi, apud Byzantinos, quod in eorum monasteriis divinum officium noctu, diuque, nullo interpositô cessationis intervallô, celebraretur et cantaretur, divisâ hunc in finem in tres coetus Monachorum sodalitate, ita … Hofmann J. Lexicon universale
εύληκτος — εὔληκτος, ον (Α) αυτός που τελειώνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ληκτός (< λήγω) … Dictionary of Greek
οξύληκτος — η, ο αυτός που απολήγει σε οξύ, αιχμηρό άκρο, σουβλερός («οξύληκτο ρύγχος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ληκτος (< λήγω)] … Dictionary of Greek
πατρίληκτος — ον, Μ (κατά τον Φώτ.) «ἡ οὐσία ἡ πατρική καὶ ἀπὸ τοῡ πατρὸς εἰλημμένη κλήρῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρί, δοτ. τού πατήρ + ληκτος (< λαγχάνω, πρβλ. μέλλ. λήξομαι, αόρ. ἐ λήχ θην)] … Dictionary of Greek