-
1 καταληπτός
καταληπτόςseized: masc nom sg -
2 καταληπτος
I.31) захватываемый, получаемый, добываемый или достижимыйγνώμης ἐφόδῳ τὰ πράγματα καταληπτά Thuc. — хитростью достижимые ( или достигнутые) цели;
πένθος θεόθεν καταληπτόν Eur. — горе, ниспосланное богами2) воспринимаемый, постижимый(κ. καὴ πιστός Plut.)
II.2схваченный, пойманный, застигнутый Diod., Plut. -
3 καταληπτός
η, ό[ν]1) внятный; вразумительный, понятный (для усвоения); 2) общедоступный, популярный;η διάλεξη έγινε καταληπτή απ' όλους — лекция была понятна всем, дошла до каждого
-
4 καταληπτός
2 to be achieved, ὅσον.. τὰ πράγματα ἐφαίνετο κ. Th.3.11; ὅ τι ἂν ἔσω δέκα ἡμερέων ἐμβάλλῃς, πᾶν κ. whatever joint you set within ten days, is manageable, i.e. curable, Hp.Art.67;σοφίᾳ κ. ἅπαντα Philostr.Her.10.4
.3 capable of being apprehended or grasped,κ. τὸ ἦθος ἐξ εἴδους Cleanth.Stoic.1.137
, al.; λόγῳ, αἰσθήσει κ., Phld.Po.5.20, Diog.Oen.4 ([etym.] - λημπτ-).II [voice] Act., πένθος θεόθεν κ. grief that falls on us from the gods, E.Hipp. 1346 (anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταληπτός
-
5 καταληπτός
κατα-ληπτός, adj. verb. zu καταλαμβάνω, zu ergreifen, zu begreifen, verständlich; τὰ πράγματα ἐφαίνετο καταληπτά, zu behaupten; πένϑος ϑεόϑεν καταληπτόν, act., Trauer, die einen durch göttliche Fügung trifft, od. die man von den Göttern her erhalten hat; von Krämpfen befallen. -
6 καταληπτός
intelligible -
7 καταληπτά
καταληπτόςseized: neut nom /voc /acc plκαταληπτά̱, καταληπτόςseized: fem nom /voc /acc dualκαταληπτά̱, καταληπτόςseized: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 καταληπτόν
καταληπτόςseized: masc acc sgκαταληπτόςseized: neut nom /voc /acc sg -
9 καταληπταί
καταληπτόςseized: fem nom /voc pl -
10 καταληπτοί
καταληπτόςseized: masc nom /voc pl -
11 καταληπτούς
καταληπτόςseized: masc acc pl -
12 καταληπτή
καταληπτόςseized: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 καταληπτήν
καταληπτόςseized: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 καταληπτών
-
15 καταληπτῶν
-
16 ακαταληπτος
-
17 δυσκαταληπτος
-
18 περικαταληπτος
-
19 καταληπτή
-
20 καταληπτῇ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καταληπτός — seized masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτός — ή, ό (AM καταληπτός, ή, όν) [καταλαμβάνω] αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, κατανοητός, αντιληπτός αρχ. 1. αυτός που έχει συλληφθεί 2. αυτός που μπορεί να συλληφθεί 3. ο υποκείμενος 4. εκείνος που μπορεί να επιτευχθεί 5. ο… … Dictionary of Greek
καταληπτός — ή, ό αυτός που μπορεί κάποιος να τον καταλάβει: Χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και γίνεται εύκολα καταληπτός από το λαό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταληπτά — καταληπτός seized neut nom/voc/acc pl καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc/acc dual καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτῶν — καταληπτός seized fem gen pl καταληπτός seized masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτόν — καταληπτός seized masc acc sg καταληπτός seized neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπταί — καταληπτός seized fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτοί — καταληπτός seized masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτοῦ — καταληπτός seized masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτούς — καταληπτός seized masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτῆς — καταληπτός seized fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)