-
101 ὑψηχής
ὑψ-ηχής, ές ( ἦχος): high-neighing, with head raised on high, Il. 5.772 and Il. 23.27.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑψηχής
-
102 ἄηχος
-
103 ἄντηχος
-
104 βαρυηχής
βαρυ-ηχής u. βαρύ-ηχος u. βαρύ-θροος, schwer, d. i. laut rauschend, tosend -
105 βαρύηχος
βαρυ-ηχής u. βαρύ-ηχος u. βαρύ-θροος, schwer, d. i. laut rauschend, tosend -
106 βαρύθροος
βαρυ-ηχής u. βαρύ-ηχος u. βαρύ-θροος, schwer, d. i. laut rauschend, tosend -
107 ἔνηχος
-
108 ἔξηχος
ἔξ-ηχος, mißtönend, abgeschmackt -
109 ἐπεσβόλος
ἐπεσ-βόλος, Worte werfend, d. i. keck, dreist redend; ἦχος ἀοιδῆς von Schmähgedichten -
110 εὔηχος
-
111 κακοηχής
-
112 κερατοειδής
κερατο-ειδής, ές, hornartig; χιτών, Hornhaut; ἦχος, von den durch die Nase gesprochenen Buchstaben μ u. ν; hornförmig -
113 μεγαλόηχος
μεγαλό-ηχος, laut-, starktönend -
114 ὁμόηχος
-
115 ὀξύηχος
ὀξύ-ηχος, scharf, hell tönend, bes. von hohen Tönen -
116 ταπείνηχος
ταπείν-ηχος, mit leiser, schwacher Stimme -
117 βορβορύζω
Grammatical information: v.Meaning: `rumble' (Hippon, s. LSJSup.)Derivatives: βορβορυγή ποιός τις ἦχος, ὅν καὶ κορκορυγην καλοῦσιν H., βορβορυγμός `id.' (Hp.); also βορβόρωσις (Archig. ap. Aët.), as if from βορβορόω (s. βόρβορος). βορβορίζει γογγύζει, μολύνει. Κύπριοι H., βορβορισμός (Cael. Aur.) = βορβορυγμός;Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Onomatopoetic reduplicated formation. Connection with βόρβορος though partly different in meaning; such developments are found sometimes. In βορβορίζει the two meanings come together. No etym.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βορβορύζω
-
118 γίγγρος
Grammatical information: m.Meaning: name of a Phoenician flute (Men.).Derivatives: Davon γιγγράϊνος `γ.-like' und γιγγραντός `(made) for a γ.' (Ath.); γιγγρίαι αὑλοὶ μικροί, ἐν οἷς πρῶτον μανθάνουσιν, γιγγρασμός ἦχος, γιγγρί ἐπιφώνημά τι ἐπὶ καταμωκήσει λεγόμενον. καὶ εἶδος αὑλοῦ H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] or LW [loanword] Phoen.Etymology: Acc. to Ath. 4, 174f. from Γίγγρης, Phoenician name of Adonis. Rather an expressive onomatopoetic formation (not to γῆρυς or γέρανος); rich material in WP. 1, 592, W.-Hofmann s. gingriō, - īre `chatter, of geese'. - Lat. gingrina `genus quoddam tibiarum exiguarum' (Paul. Fest.) is a Greek loan.Page in Frisk: 1,306Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γίγγρος
-
119 ζίγγος
Grammatical information: ?Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Onomatop.; s. Schwyzer 331. Acc. to v. Blumenthal IF 49, 179f. Macedonian and to Goth. siggwan `sing' etc. - Here prob. also ζιγγόω `drink' (Nicostr. Com. 38; Cilician). D'Arcy W. Thompson, CQ 40 (1946) 44 reads μυιῶν for ὁμοίων, and refers to Lat. zinzala `gnat'.Page in Frisk: 1,614Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζίγγος
-
120 λάσκω
Grammatical information: v.Meaning: `ring, rattle' (only λᾰκεῖν), `crash' (- ληκέω), (λᾱκέω), `shout, scream, speak loudly'; on the meaning Björck Alpha impurum 280 ff. (A., E., Ar.).Other forms: Lengthened λασκάζει φλυαρεῖ, θωπεύει H., ἐπι-ληκέω (θ 379), (δια-)λᾱκέω (Ar. Nu. 410, Theoc., Act. Ap. 1, 18), λᾰκάζω (A.), also λάω in ( ὀξὺ) λάων? (cf. s.v.), aor. λᾰκεῖν (Il., trag.), λελᾰκέσθαι (h. Merc.), λᾰκῆσαι (Ar. Pax 382), -λᾱκῆσαι (Ar. Nu. 410), fut. λακήσομαι (Ar. Pax 381,384), perf. λέληκα (X 141), λέλᾱκα (A. in lyr., E., Ar.).Derivatives: 1. From λακεῖν: λάκος ἦχος, ψόφος; λακερόν ἠχαῖον (cod. εἰκαῖον) H., λακέρυζα `screaming' ( κορώνη Hes.; also κύων, second. - ζος; Schwyzer 473 472 A. 3) with λακερύζω, - ομαι (EM, H., Phot., Suid.), but s. on λαγκύζεσθαι; λακέτᾱς (λᾱκ-?) `kind of cicada' (Ael.; cf. Gil Emer. 25,318); λάκημα `fragment' (cf. Björck 282; at least partly to λακίς, s. v.). 2. From ληκέω, λᾱκέω: Λακητήρ spit of land of Kos (Fraenkel Nom. ag. 1, 162); here also Ληκήτρια f. name of a goddess (Lyc. 1391) after Schwyzer RhMus. 75, 448 (codd. Ληκτηρ-); ληκητής `cryer' and λᾱκεδόνες f. pl. `bawling' (Timo). To the old pair λᾰκεῖν: λέλᾱκα, - ηκα (cf. κρᾰγεῖν κέκρᾱγα a. o.) the other forms were created: to λᾰκεῖν: λάσκω (from *λάκ-σκω; cf. below), λᾰκάζω, λᾰκῆσαι, λελᾰκέσθαι (old?); to λέλᾱκα, - ηκα: λᾱκέω, ληκέω, λᾱκῆσαι, perhaps also λάω (s.v.); λακήσομαι allows both interpretations as the quantity is uncertain.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No certain connections outside Greek. Jokl Untersuchungen 205 compares Alb. laikatis `flatter, persuade'. Without the κ ( λάσκω = λά-σκω) doubting W. P. Schmid IF 62, 238 n. 68; unconvincing) we can connect the words discussed sub λῆρος. WP. 2, 376 f., Pok. 658 f.(?), also W.-Hofmann s. loquor. - Root speculations in Ammer Sprache 2, 210.Page in Frisk: 2,88-89Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάσκω
См. также в других словарях:
ἦχος — sound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
ήχος — ο 1. μορφή ενέργειας που παράγει ένα σώμα που βρίσκεται σε παλμική κίνηση: Διάδοση του ήχου. – Ανάκλαση του ήχου. – Ένταση και ύψος του ήχου. 2. καθετί που αντιλαμβανόμαστε με την ακοή: Διαπεραστικός μεταλλικός ήχος. – Εκπέμπω ή παράγω ήχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἠχός — ἄγω lead perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦχοι — ἦχος sound masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦχον — ἦχος sound masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… … Wikipedia
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… … Dictionary of Greek
ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… … Dictionary of Greek