-
41 ἀ-διά-γνωστος
ἀ-διά-γνωστος, nicht zu erkennen, τύπος Diod. S. 1, 30; schwer zu verstehen, Arist. Quint. p. 49.
-
42 ἀνά-γνωστος
ἀνά-γνωστος, lesbar, gelesen, die Bedtg, die Eust. dem Worte giebt, unleserlich, beruht auf falscher Lesart.
-
43 ἄ-γνωστος
ἄ-γνωστος, 1) unbekannt, πάντεσσιν Od. 2, 175; Pind. I. 3, 48 und sonst überall; nicht erkennbar, dem γνωστόν entgegenstehend, Plat. Theaet. 202 b. ff., wie schon Od. 13, 191. 397 zu erkl. ist; ἀγνωστότατοι γλῶσσαν, deren Sprache gar nicht verstanden wird, Thuc. 3, 94. – 2) unkundig, ψευδέων Pind. Ol. 6, 67; Luc. Habc. 3.
-
44 γνωστά
γνωστόςknown: neut nom /voc /acc plγνωστά̱, γνωστόςknown: fem nom /voc /acc dualγνωστά̱, γνωστόςknown: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
45 γνωστόν
γνωστόςknown: masc acc sgγνωστόςknown: neut nom /voc /acc sg -
46 γνωστότατον
γνωστόςknown: masc acc superl sgγνωστόςknown: neut nom /voc /acc superl sg -
47 γνωσταί
γνωστόςknown: fem nom /voc pl -
48 γνωστοί
γνωστόςknown: masc nom /voc pl -
49 γνωστούς
γνωστόςknown: masc acc pl -
50 γνωστέ
γνωστόςknown: masc voc sg -
51 γνωστή
γνωστόςknown: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
52 γνωστήν
γνωστόςknown: fem acc sg (attic epic ionic) -
53 γνωστότερος
γνωστόςknown: masc nom comp sg -
54 γνωστώς
γνωστόςknown: masc acc pl (doric) -
55 bildik
γνωστός, γνώριμος, οικείος -
56 malüm
γνωστός, συγκεκριμένος -
57 maruf
γνωστός, φημισμένος -
58 familier
γνωστός -
59 domácký
γνωστός -
60 familiární
γνωστός
См. также в других словарях:
γνωστός — known masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστός — ή, ό (AM γνωστός, ή, όν) 1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. φανερός 3. γνώριμος, οικείος αρχ. μσν. 1. αυτός ο οποίος είναι δυνατόν να αναγνωριστεί 2. επίσημος, ξακουστός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γνωστά συμπτώματα, σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… … Dictionary of Greek
γνωστός — ή, ό 1. αυτός που τον γνωρίζουν: Αυτός ο καλλιτέχνης είναι γνωστός στο ευρύ κοινό. 2. γνώριμος, φίλος: Έμαθα τα δυσάρεστα νέα από ένα γνωστό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνωστά — γνωστός known neut nom/voc/acc pl γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc/acc dual γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστόν — γνωστός known masc acc sg γνωστός known neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστότατον — γνωστός known masc acc superl sg γνωστός known neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σι, Μαρί-Ζοζέφ — (γνωστός ως Εζέν Σι Marie Joseph Sue ή Eugene Sue και στα ελληνικά, παλιότερα ως Ευγένιος Σόης). Γάλλος συγγραφέας (Παρίσι 1804 – Ανεσί 1857). Παρουσιάστηκε με ναυτικά μυθιστορήματα, όπως το «Ατάρ Γκουλ» (Atar Gull) αφιερωμένο στο Φέ νιμορ Κούπερ … Dictionary of Greek
Σκέδασος — Γνωστός πολίτης των Λεύκτρων. Οι κόρες του βιάστηκαν από Λακεδαιμόνιους και αυτοκτόνησαν. Σύμφωνα με μια λαϊκή παράδοση, στο σημείο που θάφτηκαν, οι Λακεδαιμόνιοι έμελλε να πάθουν συμφορά, η οποία τελικά συνέβη στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.),… … Dictionary of Greek
γνωσταί — γνωστός known fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστοῖο — γνωστός known masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστοῖς — γνωστός known masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)