-
21 γνωστός
1) familiar2) famousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γνωστός
-
22 παλίγ-γνωστος
παλίγ-γνωστος, wieder erkannt, Hesych. Erkl. von παλινδεές, od. richtiger παλινδαές.
-
23 πολύ-γνωστος
πολύ-γνωστος, = πολύγνωτος, Eust., vgl. Spohn de extr. Od. parte p. 157.
-
24 πᾱσί-γνωστος
πᾱσί-γνωστος, allbekannt, Schol. Lycophr. 11, Erkl. von εὐμαϑής.
-
25 συγ-γνωστός
συγ-γνωστός, verziehen, zu verzeihen; Soph. frg. 323; Eur. Hec. 1107 u. öfter; ξύγγνωστος, Ar. Th. 418.
-
26 εὐ-σύγ-γνωστος
εὐ-σύγ-γνωστος, leicht einzusehen, Sp.
-
27 εὐ-επί-γνωστος
εὐ-επί-γνωστος, Artemid. 4, 84, = εὐεπίγνω-τος, leicht zu erkennen, VLL.; akt. leicht erkennend, Hippocr.
-
28 εὐ-κατά-γνωστος
εὐ-κατά-γνωστος, tadelhaft, Sp.
-
29 εὐ-διά-γνωστος
εὐ-διά-γνωστος, leicht zu unterscheiden, Schol. u. a. Sp.
-
30 εὐ-ανά-γνωστος
εὐ-ανά-γνωστος, leicht zu lesen, Arist. rhet. 3, 5 u. S0.
-
31 εὔ-γνωστος
εὔ-γνωστος, wohlbekannt, Eur. Or. 1394; Aesch. 1, 189; leicht zu erkennen, offenbar, Soph. Ai. 690; Plat. Soph. 218 e; καὶ εὐμαϑής Xen. Oec. 20, 14; Sp. Als v. l. auch εὔγνωτος.
-
32 δυς-επί-γνωστος
δυς-επί-γνωστος, schwer zu erkennen, App. B. C. 1, 18 u. a. Sp.
-
33 δυς-διά-γνωστος
δυς-διά-γνωστος, schwer zu unterscheiden, Dion. Hal. 2, 71.
-
34 δύς-γνωστος
δύς-γνωστος, schwer zu erkennen, Plat. Alc. II, 147 c; Pol. 3, 78, 4.
-
35 θεό-γνωστος
θεό-γνωστος, Gott bekannt, Sp.
-
36 αὐτό-γνωστος
αὐτό-γνωστος, dass., Schol. Plat. Alc. I, 351.
-
37 ἀ-σύγ-γνωστος
ἀ-σύγ-γνωστος, unverzeihlich, Sp., nach Hesych. auch = nicht verzeihend.
-
38 ἀ-κατά-γνωστος
ἀ-κατά-γνωστος, unverwerflich, N. T.
-
39 ἀν-επί-γνωστος
ἀν-επί-γνωστος, nicht wahrgenommen, unmerklich, Pol. 18, 1, 16 u. Sp.
-
40 ἀ-μετά-γνωστος
ἀ-μετά-γνωστος, nicht zu bereuen, ἡδονή Max. Tyr.; aber μῖσος (worüber man seine Meinung nicht ändert), unversöhnlicher Haß, Ios.
См. также в других словарях:
γνωστός — known masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστός — ή, ό (AM γνωστός, ή, όν) 1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. φανερός 3. γνώριμος, οικείος αρχ. μσν. 1. αυτός ο οποίος είναι δυνατόν να αναγνωριστεί 2. επίσημος, ξακουστός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γνωστά συμπτώματα, σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… … Dictionary of Greek
γνωστός — ή, ό 1. αυτός που τον γνωρίζουν: Αυτός ο καλλιτέχνης είναι γνωστός στο ευρύ κοινό. 2. γνώριμος, φίλος: Έμαθα τα δυσάρεστα νέα από ένα γνωστό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνωστά — γνωστός known neut nom/voc/acc pl γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc/acc dual γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστόν — γνωστός known masc acc sg γνωστός known neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστότατον — γνωστός known masc acc superl sg γνωστός known neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σι, Μαρί-Ζοζέφ — (γνωστός ως Εζέν Σι Marie Joseph Sue ή Eugene Sue και στα ελληνικά, παλιότερα ως Ευγένιος Σόης). Γάλλος συγγραφέας (Παρίσι 1804 – Ανεσί 1857). Παρουσιάστηκε με ναυτικά μυθιστορήματα, όπως το «Ατάρ Γκουλ» (Atar Gull) αφιερωμένο στο Φέ νιμορ Κούπερ … Dictionary of Greek
Σκέδασος — Γνωστός πολίτης των Λεύκτρων. Οι κόρες του βιάστηκαν από Λακεδαιμόνιους και αυτοκτόνησαν. Σύμφωνα με μια λαϊκή παράδοση, στο σημείο που θάφτηκαν, οι Λακεδαιμόνιοι έμελλε να πάθουν συμφορά, η οποία τελικά συνέβη στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.),… … Dictionary of Greek
γνωσταί — γνωστός known fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστοῖο — γνωστός known masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστοῖς — γνωστός known masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)